Σελίδες

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Ο δικός μας δρόμος

Το κείμενο αυτό είναι η μια από τις δύο εισηγήσεις που συζητήθηκαν στη πανελλαδική σύσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ) στις 27 - 28 Οκτώβρη. Δημοσιεύτηκε στην έντυπη Προλεταριακή Σημαία αποσπασματικά, η άλλη είναι το κείμενο με τον τίτλο: Πολιτικός απολογισμός της περιόδου 2008 - 2012

Ήδη από τις παραμονές της σύσκεψης του 2012, είχαμε θέσει την αναγκαιότητα να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι και εξοπλισμένοι σε σχέση με τους στόχους, τις επιδιώξεις, τη γραμμή και τις μορφές με τις οποίες θα πορευτούμε, ξεκινώντας φυσικά από το σήμερα, από το άμεσο, με έναν ορίζοντα σχετικά μεσοπρόθεσμο και στον οποίο σαν «όριο» έχουμε θέσει την αλλαγή των συσχετισμών.
Το γεγονός ότι οι συνθήκες σήμερα αλλά και στο μέλλον θα είναι ρευστές και αβέβαιες, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε στάση μετάθεσης και παραπομπής της όλης αυτής προσπάθειας, μιας και, στο βαθμό που καταλήγουμε και ενσωματώνουμε στη φυσιογνωμία μας τέτοιες μεσοπρόθεσμες κατευθύνσεις, με κριτή την εξυπηρέτηση της ταξικής πάλης, συμβάλουμε από καλύτερες θέσεις και στην ενίσχυση του κινήματος αλλά και της ιδιαίτερης κομμουνιστικής τάσης που υπηρετούμε.

Ταυτόχρονα γινόμαστε και σοφότεροι στο βαθμό που κάποιες απ’ αυτές τις κατευθύνσεις μέσα στη ζωή μπορούν να αποδειχθούν λάθος και να αναγκαστούμε να τις τροποποιήσουμε και να τις καταργήσουμε. Οι ίδιες οι εξελίξεις μας αναγκάζουν να δρούμε, να παρεμβαίνουμε όλο και πιο συστηματικά και αυτή η ανάγκη να δρούμε επιβάλλει την ανάγκη να παράγουμε, να σκεφτόμαστε, κα καταλήγουμε σε κατευθύνσεις, σε ιδέες και στο πολιτικό και στο οργανωτικό και στη μορφή αλλά κυρίως στο περιεχόμενο.

Από πού ν’ αρχίσουμε - Τι μας αναλογεί;

Προφανώς από δύο αλληλένδετα ζητήματα: Το ένα αφορά το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, τις αντιθέσεις, τα όρια και τις δυνατότητες αυτού που πιστεύουμε ότι η εργατική τάξη θέλει και μπορεί να ανατρέψει, του καπιταλισμού δηλαδή. Το δεύτερο, που συνδέεται με το πρώτο, αφορά τις κοινωνικές δυνάμεις, τα κοινωνικά στρώματα και τα όπλα που πρέπει να έχουν για να ανατρέψουν τον καπιταλισμό.
Προφανώς, βέβαια, αναφερόμαστε στον καπιταλισμό που βιώνουμε καταρχήν στην Ελλάδα και, φυσικά, στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις -επίσης στη χώρα μας- που θα πάρουν στους ώμους τους την ιστορική ευθύνη να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Όχι επειδή είμαστε τοπικιστές, αλλά επειδή σαν κομμουνιστές και επαναστάτες έχουμε ως πρώτιστο καθήκον να προωθήσουμε την επανάσταση στην ίδια μας τη χώρα. Επειδή σαν κάτοικοι αυτού του εδάφους επικοινωνούμε καλύτερα με τους ανθρώπους εκείνους που έχουμε κοινές συνήθειες, κοινές καταβολές, κοινές εμπειρίες και βιώματα. Και δεν περιοριζόμαστε σ’ αυτούς που αποτελούν το έθνος, αλλά και σε μια σειρά γειτονικούς λαούς με τους οποίους πολύ λίγα μας «χωρίζουν» και πολύ περισσότερα μας ενώνουν. Άλλωστε, δεν κρύψαμε ποτέ ότι παραμένουμε υποστηρικτές της άποψης της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού, παρά τις όποιες αλλαγές έχουν συντελεστεί, και γι’ αυτό κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να παραιτηθούμε από την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής στη χώρα μας και ας μην ξέρουμε εκ των προτέρων αν είμαστε «τυχεροί» που θα ζούμε στους αδύναμους κρίκους της αλυσίδας.
Αν και τα δύο τελευταία χρόνια, μετά από όσα έχουμε βιώσει, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στη χώρα μας εκφράζονται και συμπυκνώνονται πολλοί παράγοντες και παράμετροι με αποτέλεσμα τα όσα μας συμβαίνουν να έχουν μεγάλη βαρύτητα στις τοπικές και διεθνείς εξελίξεις σε σχέση με το μέγεθός της. Ένα πρώτο, λοιπόν, αφετηριακό ζήτημα έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο εμείς σαν κομμουνιστές και αγωνιστές θα βρεθούμε να παρεμβαίνουμε και να γινόμαστε καθοριστικός παράγοντας εξελίξεων και ανατροπών στη χώρα που θα ξεφεύγουν από τα στενά της όρια και -βοηθούντων των σχέσεων αλληλεγγύης και διεθνισμού με άλλους λαούς- θα σηματοδοτήσουμε γενικότερες εξελίξεις που θα επιδράσουν ευρύτερα στη συνείδηση και άλλων λαών.
Φυσικά και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να απαντηθεί εκ των προτέρων και ασφαλώς. Το κατ’ αρχήν ζήτημα είναι ότι πρέπει να πάρουμε πολύ σοβαρά τις επιλογές μας και τις αποφάσεις μας και να «αφήσουμε» τις ίδιες τις εξελίξεις να «απαντήσουν». Δεν παλεύουμε μόνο για τους εαυτούς μας ή για την οργάνωσή μας. Πρέπει να συναισθανθούμε ότι έχουμε φιλοδοξίες να συμβάλουμε σε μια γενικότερη πορεία αφύπνισης και εκ νέου συγκρότησης του κινήματος. Κυρίως, πρέπει να πειστούμε μέσα από την πάλη μας ότι έχουμε τις δυνάμεις, τις αντοχές, τα φόντα να παραμείνουμε στη ροή των εξελίξεων και να μη μείνουμε στο περιθώριο.

Τα τρία αλληλένδετα επίπεδα: Αντίσταση - Διεκδίκηση - Ανατροπή

Και στα τρία επίπεδα (Αντίσταση - Διεκδίκηση - Ανατροπή) που δεν διαχωρίζονται αυθαίρετα, μπορεί να εκφράζεται η διάκριση της επαναστατικής γραμμής από τη ρεφορμιστική. Το «σχολείο» είναι «τριτάξιο» και δεν περιέχει μόνο τη «βαθμίδα» της αντίστασης. Εμείς έχουμε πάει καλά στη βαθμίδα της αντίστασης.(1)  
Και τα τρία, ωστόσο, συνιστούν αυτό που έχουμε χαρακτηρίσει σαν το «δικό μας δρόμο», κόντρα στο μονόδρομο του καπιταλισμού.
Τα τρία αυτά επίπεδα συμπυκνώνουν αυτά που αντιλαμβανόμαστε σαν την πρώτη φάση της αναμέτρησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Εκφράζουν τα αλληλένδετα πεδία δράσης στη φάση που ξανοίγεται μπροστά μας, στα οποία (και μέσω των οποίων) θα πραγματωθεί ένα σημαντικό μέρος της προετοιμασίας των όρων της επανάστασης και της συγκέντρωσης δυνάμεων.
Εννοείται ότι τα τρία αυτά πεδία δράσης θα προετοιμάζουν το έδαφος από κάθε άποψη για την ανατροπή του συστήματος και το πάρσιμο της εξουσίας. Μ’ αυτό το πρίσμα δεν καλούμαστε σήμερα να λύσουμε ζητήματα που αφορούν την ανατροπή και την κατάληψη της εξουσίας. Δηλαδή ζητήματα που αφορούν τον χαρακτήρα της αλλαγής, το πρόγραμμα κ.λπ. Αποτελούν, λοιπόν, τακτικά -ας πούμε- ζητήματα που ο ορίζοντάς τους είναι μακρινός, γι’ αυτό και έχουν μια στρατηγική βαρύτητα. Είμαστε έτοιμοι να αναδείξουμε τέτοια συζήτηση και να την προχωρήσουμε με όρους ουσίας;  Οι καταστάσεις, από κάθε άποψη, πιέζουν και οι εξελίξεις θα τρέξουν πολύ πιο γρήγορα.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι όσο και όπως προχωρήσουμε αυτήν την  προσπάθεια (κι ας κάνουμε λάθος) θα έχουμε πολλά να διδαχτούμε από την προηγούμενη επαναστατική εμπειρία, τακτική και στρατηγική. Επίσης, θα ξαναφέρει στο προσκήνιο σαν μάχιμα ζητήματα την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του επαναστατικού δρόμου και του καπιταλιστικού μονόδρομου.
Ας διευκρινίσουμε ότι δεν πρέπει «ξεκινώντας» να υποτιμήσουμε κανένα από τα τρία επίπεδα. Δεν θεωρούμε «εύκολο» κανένα και όλα απαιτούν προσδιορισμό πολιτικού περιεχομένου και ανάλογα βήματα συγκρότησης των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Ούτε η αντίσταση, ούτε η διεκδίκηση, ο αγώνας κ.λπ. γίνονται με τον αυτόματο πιλότο, αυθόρμητα κ.λπ. Διότι τότε θα υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να εγκλωβιστούν εκ νέου στα ασφυκτικά πλαίσια του συστήματος.
Τέλος, την ανατροπή, την οποία αναφέρουμε ως τρίτο επίπεδο, στην πράξη την αντιλαμβανόμαστε σαν ανατροπή των ταξικών, πολιτικών, κοινωνικών συσχετισμών. Ωστόσο, θα είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτή η φάση που προσδιορίζουμε θα είναι μια απλή επιβεβαίωση και επανάληψη προηγούμενων επαναστατικών και ανατρεπτικών εγχειρημάτων. Θα πρέπει να χτίσουμε και εμείς και ο λαός όχι με υλικά από τις προηγούμενες «κατεδαφίσεις» αλλά με καινούρια υλικά. Και σ’ αυτήν την περίοδο, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε, θα παίρνει σάρκα και οστά το ΑΡΙΣΤΕΡΟ κοινωνικό-πολιτικό ΜΕΤΩΠΟ. Τι θα έχει δηλαδή, επί της ουσίας, αναδειχτεί και κριθεί.
Θα έχει αναδειχθεί, αλλά και υπηρετηθεί, η αναγκαιότητα της συγκρότησης του κορμού ενός τέτοιου μετώπου, δηλαδή της εργατικής τάξης. Θα έχουν γίνει σαφή βήματα προς την κατεύθυνση της συγκρότησης (ανασυγκρότησης) ενός ταξικού εργατικού κινήματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται όσον αφορά την ανταγωνιστική σχέση του με το κράτος και το κεφάλαιο, αλλά και τη σαφή του στοχοπροσήλωση ενάντια στο καθεστώς της εξάρτησης και ό,τι το στηρίζει, εντός και εκτός Ελλάδας (ΗΠΑ, ΕΕ, ΔΝΤ, βάσεις, στρατιωτικά σύμφωνα κ.λπ.).
• Σαν κομμουνιστές πρέπει να έχουμε υπόψη μας και ορισμένες πολύ σοβαρές πλευρές, έστω και αν δεν αναμένονται να εμφανιστούν μπροστά μας άμεσα. Δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε την πορεία, τη διαδρομή και τη σχέση της ταξικο-κοινωνικής συμμαχίας του ΑΡ.Μ.Α.Δ.Α με την τομή (ανατροπή της αστικής εξουσίας και το πέρασμα στη μεταβατική φάση υπό το καθεστώς της ηγεμονίας-δικτατορίας της εργατικής τάξης). Ακόμη, δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε το πόσο αποφασιστικό θα είναι το Μέτωπο αυτό όσον αφορά το ριζικό χτύπημα και την απαλλαγή της χώρας από την εξάρτηση, ούτε τη στάση του σαν σύνολο απέναντι στην επίθεση του ιμπεριαλισμού που σίγουρα αναμένεται εφόσον αμφισβητηθεί στην πράξη η κυριαρχία του.
Το τι θα συμβεί είναι συνάρτηση μιας σειράς αντικειμενικών δεδομένων του τότε σε συνδυασμό με τον υποκειμενικό παράγοντα. Εμείς, βέβαια, πρέπει από σήμερα να βάζουμε τις βάσεις για δύο ταυτόχρονες, αλληλοτροφοδοτούμενες, αλλά και «ανεξάρτητες» μεταξύ τους πορείες.
Η μια θα είναι ολόκληρη η πορεία για τη διαμόρφωση -στην κοινωνία, στους συσχετισμούς και στην πολιτική- των όρων της πολιτικής-κοινωνικής συμμαχίας που επιχειρούμε να προσδιορίσουμε πιο καθαρά (όσο μας επιτρέπεται) από «σήμερα» (στόχοι, συμμαχίες, όρια κ.λπ.). Χρειάζεται, όμως, να σφυρηλατήσουμε εφόδια και καλύτερο εξοπλισμό όσον αφορά την όλη μας δράση και παρέμβαση στην ελληνική κοινωνία. Σημαντικός εδώ ο ρόλος μιας στοιχειώδους πολιτικής και ταξικής ανάλυσης που -ενώ δεν θα αμφισβητεί την εν γένει ταξική διαίρεση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας- θα έχει να προσθέσει και να παρακολουθήσει τις τάσεις, τις δυνατότητες και τα όρια της τάξης και των κοινωνικών στρωμάτων στα οποία αναφερόμαστε και θέλουμε να υπηρετήσουμε. Ιδιαίτερα, τη στάση τους και τη στήριξή τους σε μια πολιτική ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ την οποία κανένα κομμάτι της κυρίαρχης τάξης δεν μπορεί να υλοποιήσει ούτε σε καπιταλιστικά πλαίσια. Και, φυσικά, μια ανεξάρτητη Ελλάδα θα είναι μια λαϊκή Ελλάδα και όχι μια «ανεξαρτησία» που απολαμβάνουν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Θα είναι μια ανεξαρτησία που θα ευνοεί  τη μετάβαση προς το σοσιαλισμό.
Η πολιτική, λοιπόν, που έχουμε (όσο έχουμε) υλοποιήσει και προωθήσει, αυτή που -ίσως «αδικώντας» την- την ονομάζουμε κοινή δράση, ακριβώς έναν τέτοιον ορίζοντα έχει. Γι’ αυτό και δεν την ρίξαμε σαν μια κοντοπρόθεσμη τακτική κίνηση, αλλά της δίνουμε σίγουρα μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά.
Διότι, όπως ήδη είπαμε, μια Ελλάδα ανεξάρτητη, με το λαό της να έχει οικοδομήσει συμμαχίες και συνεργασίες όχι μόνο με ευρωπαϊκούς λαούς αλλά και Βαλκάνιους και στη Μ. Ανατολή, που να έχει διαφοροποιήσει τους συσχετισμούς στη χώρα καταρχήν, που θα έχει αμφισβητήσει τη σημερινή εξαρτημένη πολιτική τάξη πραγμάτων και που θα έχει βάλει στο ντουλάπι της Ιστορίας το αστικό προσωπικό, θα είναι καρφί στα μάτια των ιμπεριαλιστών.
Θα χρειαστούν, λοιπόν, ισχυροί δεσμοί μεταξύ των στρωμάτων που θα έχουν συμμαχήσει έτσι ώστε να αντέξουνε τα χτυπήματα, αλλά και παρθούν εκείνα τα μέτρα ώστε ο λαός να ξεπεράσει προς τα μπροστά τα εμπόδια και τα δεινά.
Ωστόσο, όσο μας αφορά, θεωρούμε ότι θα πρέπει να δούμε πώς θα υπηρετήσουμε την ισχυροποίηση της κομμουνιστικής τάσης και -σε μια πορεία- την οικοδόμηση του κομμουνιστικού κόμματος που θα συνδέεται με τη συγκρότηση του ταξικού εργατικού κινήματος και την εν γένει συγκρότηση της εργατικής τάξης.
Η όλη αυτή δεύτερη προτεραιότητα δεν είναι αποκομμένη από την πρώτη διαδρομή. Αν θέλετε, η πρώτη διαδρομή είναι και το πεδίο στο οποίο θα ενσαρκώνεται και η δεύτερη. Ωστόσο, έχει την «ανεξαρτησία» της. Γι’ αυτό στο ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό επίπεδο πρέπει με αυτοπεποίθηση να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε να δυναμώνουμε, να οργανώνουμε και να αναβαθμίζουμε την κομμουνιστική σύγχρονη τάση που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε.
Δεν έχουμε όμως καμία διάθεση να συνεχίσουμε την «αφήγηση» και θα αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη το να «φανταζόμαστε» πώς θα είναι «τότε» τα πράγματα,  πόσο θα «κρατήσει» αυτή η φάση,  πόσο μακριά ή κοντά θα βρίσκεται τότε η τελική αναμέτρηση. Ας τα καταφέρουμε να δυναμώσουμε, να περάσουμε και εμείς και ο λαός σε μια άλλη ποιότητα και θα συζητήσουμε δεκάδες, εκατοντάδες φορές και θα προσαρμόσουμε ένα κάρο φορές τα προγράμματά μας.
Σ’ αυτή τη φάση που βρισκόμαστε και για να υπηρετήσουμε τις ανάγκες που βάζουμε μεσοπρόθεσμα, πρέπει να ρίξουμε το βάρος σε συγκεκριμένα καθήκοντα και να μπορούμε να ελέγξουμε την αποτελεσματικότητα τους.
1.    Στόχοι, γραμμή πάλης για την αντίσταση, που να την πολιτικοποιούν, να τη ζωντανεύουν, να της δίνουν ορίζοντα. Στόχοι, συνθήματα, στάση που να αφορούν το προχώρημα αυτού που θεωρούμε πάλη ενάντια στην εξάρτηση, αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.
2.    Συγκεκριμενοποίηση των βημάτων για την προώθηση της κοινής δράσης κατά βάση με επίκεντρο την ΠΑΑΣ και τη σωστή συνεργασία με το Μ-Λ ΚΚΕ στη γειτονιά αλλά και στη νεολαία, τουλάχιστον άμεσα.
Συνεπώς, το ταυτόχρονο κάλεσμα πέραν της κοινής δράσης (που θα χτίζεται και από τα πάνω και από τα κάτω, άρα χρειάζεται οργανωμένη «ατμομηχανή») για το δυνάμωμα της κομμουνιστικής τάσης, πρέπει  να απευθύνεται επίσης από τα «σήμερα» προς αγωνιστές, συλλογικότητες, οργανώσεις με επίμονο και συστηματικό τρόπο. Πρέπει να δυναμώσει και να βρει αποφασιστικούς υποστηρικτές και στη νεολαία και στους εργαζόμενους και στους άνεργους και στους αγρότες, στους μετανάστες και στο λαό, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις, φυσικά, που θα επιφέρει η ταξική πάλη. Και φυσικά (όχι σαν κύριο, αλλά μόνιμο) η όλη αυτή διαδρομή (με τις δύο πλευρές της) έχει σαν απαραίτητο συμπλήρωμα την προσπάθειά μας σε διεθνές επίπεδο (και το αντιιμπεριαλιστικό και το κομμουνιστικό).
Ας θέσουμε όμως ξανά το ερώτημα: Αυτό που πήγε να διαμορφωθεί τα δύο-τρία τελευταία χρόνια, έμοιαζε αντικειμενικά σε επίπεδο συμμαχιών, καταρχήν διάθεσης κόσμου σε μια κατάσταση που χονδρικά περιγράψαμε και που σαν στόχο της θα είχε μια καταρχήν ανεξάρτητη Ελλάδα;
Έχουμε απαντήσει πολλές φορές και το επαναλαμβάνουμε: ΟΧΙ! Έλειπαν «τότε» προϋποθέσεις από υποκειμενική άποψη -που, δυστυχώς, διαμόρφωσαν και την αντικειμενική εικόνα- και το όλο ξέσπασμα «εκτονώθηκε», «προσγειώθηκε» σ’ αυτό που μας πρόκυψε μετά τα αποτελέσματα της 17ης Ιούνη του 2012.
Μην ξεχνάμε ότι είχαμε στο περιθώριο μια ασυγκρότητη εργατική τάξη (με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο κοινωνικό πεδίο) και ουσιαστικά πολύ μικρής εμβέλειας κομμουνιστικές οργανώσεις (με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο πολιτικό, ιδεολογικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο - και δεν αναφερόμαστε μόνο στη Χ.Α.). Δεν ισχυριζόμαστε, βέβαια, ότι αλλαγή, αντίσταση και ανατροπή δεν γίνονται χωρίς κομμουνιστές! Χωρίς, όμως, τους κομμουνιστές και το ταξικό εργατικό κίνημα είναι αυταπάτη να πιστεύουμε ότι αυτές οι ανατροπές μπορούν να οδηγηθούν σε επαναστατική κατεύθυνση.

Μερικές επισημάνσεις για το δικό μας δρόμο

• Το κίνημα που κατά καιρούς αναπτύσσεται, αφού πέρασαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είναι σαφώς υποβαθμισμένο ως προς τα αντιιμπεριαλιστικά, αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά του. Μια πραγματικότητα που εμφανίζεται με διάφορες μορφές και με διάφορες εκφράσεις στο βάθος, στο περιεχόμενο, στους στόχους κ.λπ. Μια έκφρασή του, επίσης, είναι και οι διακυμάνσεις του με βάση διάφορα τυχαία γεγονότα και με βάση την τρέχουσα κάθε φορά συγκυρία.
Έχουμε, και σωστά, αποδώσει τις ευθύνες γι’ αυτό στην -επίσημη και μη- Αριστερά, και ιδιαίτερα όπως εξελίχθηκε στη χώρα μετά τη μεταπολίτευση. Ωστόσο, μην υποτιμάμε καθόλου τα ταξικά και κοινωνικά δεδομένα (όχι μόνο στη χώρα μας) που ευνόησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια τη «μικροαστικοποίηση» του κινήματος, την άμβλυνση των ταξικών του χαρακτηριστικών, τον εγκλωβισμό του στον καπιταλιστικό μονόδρομο. Χαρακτηριστικά που σιγά-σιγά αποτυπώνονταν όχι μόνο σε αριστερές οργανώσεις, αλλά και στην οργάνωση του λαού γενικότερα.
Μια σαφής έκφραση, επίσης, είναι ότι το κίνημα στη χώρα, ακόμα και στις πιο άγριες και δυναμικές του εκφράσεις, ακόμα και σε περιόδους μεγάλης αγανάκτησης, κράτησε σοβαρές αποστάσεις από τη συνεχή, επίμονη, σταθερή, οργανωμένη και πειθαρχημένη δράση. Το σύστημα, δηλαδή, κατάφερνε ακόμα και όταν φαινόταν ότι έχανε τον έλεγχο, να στήσει υγειονομική ζώνη και να κρατήσει ζωντανές τις ιδέες της «ατομικότητας», της «ατομικής στάσης», την «αξία της μονάδας» απέναντι στο «ισοπεδωτικό» σύνολο, την απολιτική και όλα αυτά τα ελιτίστικα. Κατόρθωσε, δηλαδή, το σύστημα (με τις απεριόριστες βοήθειες που έπαιρνε από την πορεία ήττας του κομμουνιστικού κινήματος) να περιορίζει τις αμφισβητήσεις από λαϊκή σκοπιά, ή σε αδιέξοδες μικροαστικές αντιδράσεις, ή σε απαίτηση των μεσαίων και χαμηλών λαϊκών στρωμάτων να βελτιώσουν τη θέση τους πάντα σε συνδιαλλαγή -και όχι σε ρήξη- με την άρχουσα τάξη. Δεν συμφωνούμε, βεβαίως, με μια υποτιθέμενη υπερεπαναστατική προσέγγιση (τροτσκιστικής καταβολής) που θεωρεί ως πρόβλημα μόνο την υποβάθμιση του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα του κινήματος, γιατί δήθεν -κατ’ αυτούς- τα αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά υπάρχουν, αλλά δεν οδηγούν πουθενά. Θεωρούμε μεταφυσική την προσέγγιση (και πολύ περισσότερο για χώρες με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας) που ξεχωρίζει αυτά τα δύο αλληλένδετα ζητήματα. Δεν μπορεί να εξηγηθεί πειστικά το γιατί το ένα χαρακτηριστικό μπορεί να υποβαθμίζεται και το άλλο να ακολουθεί ανεξάρτητη πορεία προς άλλη κατεύθυνση!
Πάνω-κάτω είναι ίδιες οι αιτίες που η οργή και η αγανάκτηση απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση έχουν τόσες αυταπάτες και εξαντλούνται σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων του συμβολαίου με την άρχουσα τάξη στα πλαίσια του συστήματος, μ’ αυτές που οδηγούν την οργή και το θυμό απέναντι στον ιμπεριαλισμό να εκφυλίζεται σε ξενοφοβία, αντιξενισμό, ρατσισμό. Είναι οι ίδιες αιτίες που δεν αφήνουν (ακόμη) το λαό να πιστέψει ότι μπορεί να αναμετρηθεί με την άρχουσα τάξη, με τις αιτίες που δεν του επιτρέπουν να φανταστεί ότι πρέπει να έρθει σε ρήξη με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και γενικότερα. Ειδικά όπως φάνηκε τα τελευταία χρόνια της σκληρής επίθεσης, παρά τις όποιες ρεφορμιστικές προσπάθειες να «ξεχωρίσουν» την Ευρώπη από την επίθεση, ο λαός αρχίζει και βλέπει ότι παραμονή στην ΕΕ ισοδυναμεί με εγκλωβισμό στην άγρια καπιταλιστική επίθεση.
Φυσικά, τα τελευταία χρόνια, με το προχώρημα της επίθεσης και το βάθεμα της ραγδαίας επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων διαφοροποιούνται πολύ γρήγορα τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα που (σημαδιακά) βιώσαμε μέχρι τις εκλογές του 2009.(2)   (Από τότε και μετά «ξεκίνησαν τα όργανα», τουλάχιστον φανερά).
Η πρόκληση μπροστά μας (μία από τις αρκετές) είναι να μελετάμε αυτά τα δεδομένα (όχι στατικά, αλλά στη δυναμική τους) και να δούμε πιο ουσιαστικά τη δυνατότητα, αλλά και την αναγκαιότητα, οι αντιστάσεις, οι εκρήξεις, οι εξεγέρσεις -που θα έρχονται και θα παρέρχονται ως κύματα- να αποκτούν τα απαραίτητα για την προοπτική και τη δυναμική του ταξικού εργατικού και λαϊκού κινήματος, αντιιμπεριαλιστικά, αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Από γενική άποψη, είναι οπωσδήποτε εφικτό και μέσα στις δυνατότητες της εποχής να ευνοηθεί αυτή η πορεία «ταξικοποίησης», «επαναστατικοποίησης» και «κομμουνιστικοποίησης» του κινήματος. Όχι μόνο γιατί η νέα Αριστερά θα κάνει «σωστά» τη «δουλειά» της, αλλά και γιατί τα αντικειμενικά δεδομένα ευνοούν μια τέτοια εξέλιξη. Θα είναι, βέβαια, αφέλεια η απογείωση να μη βλέπουμε το σύνθετο ρόλο και τα μπρος-πίσω που μπορούν να προκύψουν από μια σειρά καινούρια κοινωνικά δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί. Δεδομένα που ουσιαστικά έχουν να κάνουν με τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την αμφισβήτηση (κυρίως) των κοινωνικών συμβολαίων της προηγούμενης πορείας. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

•    Νέοι εργαζόμενοι, νέοι ασφαλισμένοι (;) σε συνθήκες πολυδιάσπασης, ελαστικοποιημένων εργασιακών σχέσεων, με τη λιτότητα να τσακίζει κόκαλα και τους μισθούς πείνας να γίνονται (ακόμη και αυτοί) «περιζήτητοι».
•    Το σύγχρονο (ντόπιο και ξένο) προλεταριάτο και ιδιαίτερα αυτό που είναι συγκεντρωμένο.
•    Υπαλληλία (μόνιμη και όχι) (δημόσιο-ιδιωτικό) (Το θέμα της μονιμότητας)
•    Άνεργοι (πόσο ρήξη και πόσο κρέμονται από τα καπιταλιστικά σχέδια;)
•    Αγρότες («τροφοδοτούν» με ανέργους!)
•    Ποιος ο χαρακτήρας της δουλειάς μας σε Πανεπιστήμιο και γενικά σε σπουδαστικούς χώρους (ιδεολογική, πολιτική, «συντεχνιακή», συνδικαλιστική).
Έτσι όπως έχουν τα πράγματα είναι γεγονός ότι το αντικαπιταλιστικό και το αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο της πάλης και του κινήματος δεν έρχονται σε διάσταση, σε αντίθεση, δεν ξεχωρίζονται απόλυτα. Αυτή μας η προσέγγιση που φυσικά δεν είναι καινούρια είναι απόρροια της εξάρτησης της χώρας και της άρχουσας τάξης από τους ιμπεριαλιστές.
Μια εξάρτηση που φυσικά και δεν εμπόδισε την Ελλάδα να «αναπτυχθεί» σαν καπιταλιστική χώρα μέσης ανάπτυξης όπως λέγαμε, αλλά που προφανώς καθόριζε τα όρια, το βάθος και τις ιδιομορφίες αυτής της ανάπτυξης.
Μια Ελλάδα χωρισμένη σε τάξεις, με διογκωμένα μεσοστρώματα και μέχρι πρόσφατα με αρκετά αναπτυγμένο αγροτικό τομέα. Μια Ελλάδα που η «ανάπτυξή» της προάγονταν με άμεση και στενή κρατική εποπτεία και επίβλεψη, μιας και το κράτος υπήρξε και θα συνεχίσει να είναι ο βασικός δίαυλος μέσα από τον οποίο πέρναγε η εξάρτηση, χωρίς να είναι βέβαια ο μόνος.
Μια εξάρτηση, που όπως έχει εξελιχθεί η χώρα, ιδιαίτερα μετά την ένταξη στην ΕΕ, απόκτησε πολυπλόκαμη και δαιδαλώδη εμπλοκή στο εσωτερικό. Με αποτέλεσμα να βάλει τη σφραγίδα της όχι μόνο στα προφανή (πολιτικές πιέσεις, στρατιωτική εμπλοκή σε μηχανισμούς) αλλά και στα πιο «δεύτερα» και «αφανή» της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, κατορθώνοντας να απλώσει την επιρροή της όχι μόνο στη μεγαλοαστική τάξη (κορφή της πυραμίδας) αλλά και σε μια σειρά ακόμη μεσοστρώματα που -ακριβώς λόγω της ισχυροποίησής τους- αποτέλεσαν ισχυρά στηρίγματα της εξάρτησης κυρίως από την ΕΕ και δευτερευόντως από τους Αμερικάνους. 
Δεν παραγνωρίζουμε τα ρήγματα και τις ρωγμές που εμφανίζονται και θα εμφανίζονται στα διάφορα βάθρα της εξάρτησης. Δεν υποτιμάμε, πολύ περισσότερο στις μέρες μας, τις αντιθέσεις που μπορεί να προκύψουν ανάμεσα σε τμήματα της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού.
Θεωρούμε ότι αυτές τις αντιθέσεις πρέπει και μπορεί να τις αξιοποιήσει το κίνημα. Με μία προϋπόθεση: να υπάρχει σαν τέτοιο με καθαρό ταξικό προσανατολισμό. Όμως η εξάρτηση που βιώνουμε, αφού διανύσαμε και τόσες δεκαετίες μετά την αμερικανοκίνητη δικτατορία, διαμόρφωσε ένα στάτους όπου  η διεθνής άγρια καπιταλιστική επίθεση και η απόπειρα επιβολής της και στη χώρα έρχεται γάντι στις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό και φαντάζει όλο και πιο απομακρυσμένο το ενδεχόμενο, οι στόχοι της εξόδου από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, το κλείσιμο των βάσεων, να παίρνουν τακτικά χαρακτηριστικά και μη μας θολώνουν τον ορίζοντα οι όποιες τακτικές κινήσεις των έξω ή των μέσα που περισσότερο γίνονται στο όνομα των εκβιασμών.
• Χέρι-χέρι με την ανάγκη επεξεργασίας γραμμής και στόχων πάλης που να μας συνδέουν με την εργατική τάξη, τη νεολαία, τους άνεργους, τους μετανάστες, το λαό ευρύτερα πάει και η ανάγκη της κομματικής ενίσχυσης, αλλά και της δημιουργίας-αξιοποίησης πλατιών σχημάτων που να έχουν τέτοιο στίγμα που να μας επιτρέπουν να παρεμβαίνουμε εκεί, να τα στηρίζουμε, να τα αξιοποιούμε. Πλατιά σχήματα που να συγκεντρώνουν τις δικές μας δυνάμεις μαζί με ανένταχτους αγωνιστές, αλλά και δυνάμεις από άλλες συλλογικότητες, όπως έχουμε αποφασίσει και σε αναφορά με την προώθηση της Πρωτοβουλίας.
Μέχρι στιγμής, και αν εξαιρέσουμε (τα τελευταία χρόνια) τις Αγωνιστικές Κινήσεις, τα υπόλοιπα σχήματα που τολμήσαμε ουσιαστικά σφραγιδοποιήθηκαν, έγιναν κομματικά παραρτήματα και αδράνησαν, αν δεν εξαφανίστηκαν. (Μια ιδιομορφία είναι η Ταξική Πορεία που παραμένει ενεργή σαν παρουσία και πρέπει να το δούμε.)
Με αφορμή την προώθηση της Πρωτοβουλίας, αλλά και την εμπειρία που είχαμε από την προσπάθειά μας στην Αθήνα, αλλά κυρίως στη Θεσσαλονίκη, τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το Σύνταγμα, μπορούμε να προχωρήσουμε.  Έχουμε την άποψη ότι αυτά τα πλατιά σχήματα για να έχουν πλατύτητα και εύρος πρέπει να υιοθετήσουν αντιλήψεις και πρακτικές που να βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Εξυπακούεται ότι η επίκληση της πλατύτητας δεν μπορεί να είναι άλλοθι για να μην προωθούμε συστηματικά, επίμονα και φυσικά με «τέχνη» τις απόψεις μας, τις εκτιμήσεις μας, τις κατευθύνσεις μας. Πρέπει επίσης να είμαστε καθαροί και ειλικρινείς μ’ αυτούς τους αγωνιστές που θέλουν να πλαισιώσουν τα σχήματα. Να επιδιώκουμε τα σχήματα αυτά να λειτουργούν ανοιχτά, να αποφασίζουν με όσο γίνεται πιο δημοκρατικό τρόπο και όχι διοικητικά. Να έχουν το δικαίωμα αυτοί που συμμετέχουν να διαφωνούν, να ελέγχουν, να ζητούν διαφοροποίηση πλαισίων και στόχων. Όλα αυτά είναι απαραίτητα προκειμένου να ανέβει η συνειδητοποίηση αυτών των ανθρώπων, η υπεροχή της συλλογικής δουλειάς από τον ατομισμό. Δεν είναι όμως αυτά τα σχήματα, σχήματα εσωτερικής λειτουργίας, αλλά κυρίως παρέμβασης στις εξελίξεις και αυτή καθορίζει τις προτεραιότητες. Η εσωτερική λειτουργία να εξυπηρετεί την παρέμβαση. Συνεπώς τα σχήματα αυτά θα συνδυάζουν και «την από τα κάτω» και την «απ’ τα πάνω» συνεννόηση και προετοιμασία.
Τα πλατιά σχήματα, είτε αποτελούν συναγωνιστικά αλλά και αυτοφυή τμήματα της Πρωτοβουλίας, είτε συσπειρώνουν άλλες δυνάμεις εκτός Μ-Λ ΚΚΕ, θα είναι «υποσύνολα» που θα παρεμβαίνουν στη συνέλευση γειτονιάς, στις επιτροπές ανέργων κ.λπ. Θα επιδιώκεται, όχι βεβιασμένα, το πολιτικό τους στίγμα να είναι αναβαθμισμένο και συμβατό με το χαρακτήρα της ευρύτερης λαϊκής προσπάθειας.
Μα, δεν θα υπάρξει πρόβλημα δυνάμεων; Πού θα τις ρίξουμε; Στο στήσιμο της οργάνωσης της λαϊκής πρωτοβουλίας ή στην ιδιαίτερη «δική μας» (κομματική πρωτοβουλία πλατιά δικιά μας). Γενικό συνταγολόγιο δεν υπάρχει! Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι, ανεξάρτητα πού θα δίνουμε συγκυριακά το βάρος, πρόκειται για διπλό καθήκον. Η προώθηση ενός τέτοιου διπλού καθήκοντος αποτελεί σχολείο όχι μόνο για μας αλλά και για όποιους λαϊκούς ανθρώπους θα το υποστηρίξουν.
Είναι πεδίο δοκιμής και δοκιμασίας του ευρύτερου Μετώπου, θα αποτελέσει πεδίο εμπέδωσης, συνεννόησης, συνεργασίας ανάμεσα σε ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, πεδίο εμπέδωσης αλληλεγγύης, συλλογικότητας, χτυπήματος του ρατσισμού κ.λπ.
Άμεσα βέβαια, αν θέλουμε να γίνουμε πιο σαφείς, με βάση την επίθεση, τη φάση και τις δυνάμεις μας, όλη αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να διοχετευθεί στην κομματική ενίσχυση αφενός και στην προώθηση των κατευθύνσεων που σχετίζονται στα διάφορα επίπεδα με την Πρωτοβουλία.
Τελευταία, έχει φουντώσει μια συζήτηση που αφορά έναν «απολογισμό» της Πρωτοβουλίας. Υπάρχουν αρκετές αρνητικές κριτικές και από μέσα και απ’ έξω, όχι πάντα με τις ίδιες αφετηρίες, που καταλήγουν στην καθυστέρηση, στην έλλειψη πλατύτητας, στη μονομερή και «προαποφασισμένη» παρέμβασή της σε ορισμένα κεντρικά και μόνο γεγονότα. Δεν προχωράει στις γειτονιές, στους επιμέρους χώρους, δεν βρίσκει περιεχόμενο στην πάλη ενάντια στον φασισμό. Πέρα όμως από τις όποιες «προφανείς» διαπιστώσεις, έχουν ανοίξει και μια σειρά ζητήματα που αφορούν το πολιτικό πλαίσιο, τις στοχεύσεις, τις προτεραιότητες της Πρωτοβουλίας.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε δίκαιοι και πριν δώσουμε εξηγήσεις για τις καθυστερήσεις, τις ανακολουθίες, τις ταλαντεύσεις και τις αμηχανίες στην οργάνωσή μας, στην προώθηση της Πρωτοβουλίας (κεντρικά και τοπικά), ας δούμε μια ιδιαίτερη πλευρά της όλης μας προσπάθειας που με τις αναλογίες και τις διαφορές τους το είχαμε συναντήσει και κατά τη δημιουργία της Μαχόμενης Αριστεράς. Την πλευρά της πρόκλησης- γονιμοποίησης για το βάθεμα των πολιτικών μας απόψεων και της γραμμής μας. Ας εξηγηθούμε, βέβαια, ότι την πρόκληση την βάζει η ζωή με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της. Φάνηκε, όμως, ότι η δημιουργία της Πρωτοβουλίας λειτουργεί ως καταλύτης προς αυτή την κατεύθυνση. Όσο άναρχα και ασυντόνιστα να γίνεται ο διάλογος μέχρι στιγμής (μέσα από τις Αντιγειτονιές κυρίως), έχει ήδη αναδείξει αυτό που λέμε.
Μη θεωρηθεί, βέβαια, ότι προσερχόμαστε στην Πρωτοβουλία ως λευκό και άγραφο χαρτί. Τέτοια εντύπωση δεν πρέπει να υπάρχει. Μπαίνουμε και θα μείνουμε προωθώντας στα πλαίσιά της ό,τι θεωρούμε ότι εξυπηρετεί το λαό και τις ανάγκες του. Κριτήριο για το τι προωθούμε, πού κάνουμε «έκπτωση», πού είμαστε «αμετακίνητοι» όταν λέμε όχι μέσα στην Πρωτοβουλία, δεν είναι τίποτε άλλο απ’ το να συνδεθούμε με το λαό. Δεν είναι άλλα τα κριτήριά μας, ούτε το πρόβλημά μας είναι να γίνουμε «αρεστοί» σε άλλες δυνάμεις που παρεμβαίνουν, ούτε να τις «προκαλέσουμε» σώνει και ντε για να οξύνουμε τον «κομματικό» ανταγωνισμό. Όμως, η εποχή μας είναι τόσο πολύπλοκη και απαιτητική που όλο και πρέπει να περιορίζεται η κακώς εννοούμενη έννοια της «αυτάρκειας» ή των «λυμένων». Αυτό που απαιτεί η εποχή είναι η γραμμή να ανταποκρίνεται στο σήμερα. Απαραίτητη προϋπόθεση, η εκτίμηση της συγκυρίας και της πολιτικής κατάστασης.
Οι προκλήσεις αυτές δεν είναι σώνει και ντε «ξεκίνημα από το μηδέν». Αφορούν (η σειρά είναι τυχαία) π.χ. αυτό που εμείς θεωρούμε αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Με την αφορμή της δημιουργίας της ΠΑΑΣ και κυρίως μέσω των Αντιγειτονιών, αλλά και εν μέρει στην οργάνωση, τροφοδοτήθηκε μια ολόκληρη συζήτηση, δεν θα λέγαμε αδικαιολόγητη! Μην υποτιμάμε, επίσης, την πίεση που δημιουργεί τόσο η στροφή του ΚΚΕ όσο και ο πληθωρισμός προσφοράς, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, διαφόρων «πατριωτικών» κινημάτων.
Με τους συντρόφους του Μ-Λ ΚΚΕ, όπως έχουμε διαπιστώσει, έχουμε μια σύμπτωση που μας επέτρεψε να συνεννοηθούμε στο πλαίσιο της ΠΑΑΣ, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε και διαφορές που αφήνουν αρκετά ζητήματα ανοιχτά ή «στην άκρη». Η οργάνωση, όμως, και όσοι απευθυνόμαστε και θέλουμε να πλαισιώσουν την ΠΑΑΣ, πρέπει να έχουν ουσιαστική επίγνωση των διαφορών και των συμφωνιών και να μην «παρασύρονται». Προφανώς, μια τέτοια δυνατότητα θα την έδινε και ένας διάλογος (υπεύθυνος και με υπογραφές) γύρω από αυτά τα ζητήματα. Στόχος είναι να μην αδικεί και απαξιώνει ο ένας τις θέσεις του άλλου, αλλά και ούτε να θεωρεί ότι υπάρχει ομοφωνία και συμφωνία στα πάντα. Και βέβαια, αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι να μην «παρασύρονται» ή να μην «ξεχνιούνται» οι δικές μας θέσεις, επειδή π.χ. αναγκαστήκαμε να κάνουμε έναν συμβιβασμό ή ένα βήμα πίσω. Πού λοιπόν έχουν παρατηρηθεί τέτοια θέματα;
Εμείς, λοιπόν, «αγαπάμε», «ενδιαφερόμαστε» γι’ αυτό που εννοούμε πατρίδα, απαραβίαστο συνόρων, κυριαρχικά δικαιώματα. Σαφώς θέλουμε να δίνουμε σ’ αυτά ταξικό και πολιτικό περιεχόμενο από την σκοπιά των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων. Πώς είναι δυνατόν να θέλουμε ένα καλύτερο μέλλον για το λαό, μια σημαντική βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης, μιαν άλλη ανακατανομή του πλούτου και να παρουσιαζόμαστε «αδιάφοροι» και «ουδέτεροι» για το χώρο που μας πέφτει, κατά πως λέμε. Ας μην ξεχνάμε ότι πιστεύουμε στη δυνατότητα επανάστασης σε μια χώρα. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να βρεθεί ο λαός και η εργατική τάξη σε μια φάση της επανάστασης, να έχει ως μοναδικό της «χτήμα» αυτό τον τόπο, τον αέρα του, τη γη του, το υπέδαφός της, τις θάλασσές της. Δυστυχώς, η λεγόμενη «διεθνής επανάσταση» μπορεί να αργήσει ή να μην είναι τόσο «ανοιχτοχέρα» για να παραχωρήσει ένα άλλο «οικόπεδο» στο λαό αυτό για να ζήσει.
Φυσικά και ενδιαφερόμαστε έμπρακτα και για τις άλλες πατρίδες. Φυσικά και είμαστε αλληλέγγυοι και διεθνιστές και δεν θέλουμε να καταστρέφονται οι πατρίδες των «άλλων» για να «ευημερεί» ο δικός μας τόπος. Φυσικά και δεν θέλουμε να καταληστεύεται ο τόπος μας, φυσικά και είμαστε ενάντια σε συρρίκνωση, σε μπακλαβαδοποίηση του τόπου μας από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ή από τυχοδιωκτικές πολεμικές ενέργειες, είτε ξεκινάνε από το εσωτερικό είτε προέρχονται από το εξωτερικό. Ούτε να γίνεται ορμητήριο. Επειδή, λοιπόν, ενδιαφερόμαστε γι’ αυτόν τον τόπο θέλουμε να αλλάξουν οι παραγωγικές σχέσεις και οι κοινωνικές σχέσεις γενικότερα σ’ αυτόν. Γι’ αυτό και δεν ενδιαφερόμαστε να οικοδομήσουμε πατριωτικό κίνημα αλλά πολιτικό-ταξικό. Το πατριωτικό κίνημα, έτσι όπως έχει καταγραφεί, ακόμα και αν δεν παίρνει ανοιχτά εθνικιστική και σοβινιστική θέση, αποτελεί κίνημα σωτηρίας στα ίδια πάνω κάτω καπιταλιστικά πλαίσια (πιο ανθρώπινο, πιο φιλικό). Υπ’ αυτό το πρίσμα θέλουμε τη χώρα μας ανεξάρτητη για να έχουμε σαν λαός και κυρίως σαν εργατική τάξη, τη δυνατότητα να οικοδομήσουμε τις νέες παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις ανατρέποντας τις προηγούμενες. Απ’ την άλλη, θέλουμε άλλες σχέσεις για να παραμείνει η χώρα ανεξάρτητη. Το σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας το έχουμε γενικά στο «ρεπερτόριο» χωρίς να το έχουμε προμετωπίδα.  Έστω με αδυναμίες και χωρίς να διευκρινίζει το σύνθημα το κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενό του, δεν έχουμε πρόβλημα να το εμφανίζουμε. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε ότι ο αγώνας για μας δεν είναι «εθνικοανεξαρτησιακός». Γι’ αυτό, και ανεξάρτητα από το αν πεισθεί το Μ-Λ ΚΚΕ να κάνει χρήση ή όχι αυτού του όρου στα πλαίσια της Πρωτοβουλίας, δεν θα κάνουμε παραχώρηση.
Θέλουμε, λοιπόν, πατρίδα ανεξάρτητη, με άλλο καθεστώς και άλλη σημαία. Δεν παλεύουμε για συντήρηση και αναπαραγωγή της σημερινής «πατρίδας», ούτε θα αρνηθούμε ότι η σημερινή σημαία έχει ταυτιστεί με μια σειρά αντιδραστικά, φασιστικά, τυχοδιωκτικά και ταυτόχρονα υποτελή χαρακτηριστικά.
Βέβαια, μια απαραίτητη παρατήρηση που χρειάζεται να κάνουμε είναι να μην κάνουμε την τρίχα τριχιά και να σκεφτόμαστε με βάση το λαό και όχι της «ανησυχίες» του κάθε «σχολαστικού» διανοούμενου της «Αριστεράς». Κατά ένα περίεργο και παράξενο τρόπο, ενώ εδώ και τρία τέσσερα χρόνια έχει βουίξει ο τόπος και ο ντουνιάς ότι η Ελλάδα (αν και καπιταλιστική χώρα «Β΄Εθνικής») έχει γίνει ξέφραγο αμπέλι και μια σειρά πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται εκτεθειμένες με τις θέσεις και τις εκτιμήσεις τους για τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, εκδηλώνουμε μερικές φορές μια τάση απολογητισμού (απέναντι σε ποιόν;) για τις πάγιες εκτιμήσεις μας σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού.
Μην παίζουμε με τους όρους και τις διατυπώσεις. Η άποψη και η εκτίμηση ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα, σύμμαχος και συνεταίρος του ιμπεριαλισμού, είναι μια βαθιά λαθεμένη προσέγγιση που έχει κάνει αρκετή ζημιά στον προσανατολισμό του ταξικού εργατικού κινήματος και στην καθυστέρηση της επανασυγκρότησής του.
Έχουμε μια σχετικά ικανοποιητική τοποθέτηση αρχής και αφετηριακή που μας κρατάει σε μια σωστή κατεύθυνση και μας επιτρέπει να κάνουμε στο μέλλον τις πιο ουσιαστικές προσεγγίσεις και αναλύσεις που θα σχετίζονται και με το πρόγραμμα συμμαχιών της εργατικής τάξης, παράλληλα με την πορεία συγκρότησής της, αλλά και με τον χαρακτήρα της επαναστατικής ανατροπής και της κοινωνίας που θα οικοδομηθεί.
Και σ’ αυτή την προσέγγιση που έχουμε, δεν έχουμε κάνει και ούτε πρέπει να κάνουμε το λάθος του εφησυχασμού και της απολυτοποίησης. Πρέπει να παρακολουθούμε όσο μπορούμε καλύτερα, συνεχόμενα και βαθύτερα τις ανατροπές που φέρνει στον κοινωνικό ιστό όλη αυτή η επίθεση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Έχουμε κάθε υποχρέωση να μελετάμε τις αντιθέσεις που εκφράζονται στη χώρα μας, στην περιοχή και διεθνώς, χωρίς να παραγνωρίζουμε καμία.
Το να εθελοτυφλούμε στη μεγάλη όξυνση της αντίθεσης που παρατηρείται μεταξύ του ιμπεριαλισμού και των λαών, είναι σαν να αυτοκτονούμε και να απομονωνόμαστε από τη μεγάλη μάζα του λαού. Αν η αντίθεση αυτή δεν είχε οξυνθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και αν η ΕΕ δεν είχε ταυτιστεί στα μάτια των πλατιών μαζών με μια λυκοσυμμαχία που ρουφάει αίμα, δεν θα έβρισκαν τόσα πατήματα και ερείσματα μια σειρά εθνικοπατριωτικές απόψεις και  πρακτικές που ακριβώς αυτή την αντίθεση εκμεταλλεύονται για να στρέψουν τα πράγματα σε ανώδυνες κατευθύνσεις κάθε άλλο παρά αντιιμπεριαλιστικές.
Δεν είναι καθόλου σωστό να προσπερνάμε την όξυνση της αντίθεσης ιμπεριαλισμού-λαών επειδή οξύνθηκε ταυτόχρονα η αντίθεση κεφάλαιο-εργασία. Ούτε πρέπει να αγνοούμε την όξυνση των αντιφάσεων και των αντιθέσεων στο πλαίσιο της μεγαλοαστικής τάξης και των άλλων μεσαίων αστικών στρωμάτων με μερίδες των ιμπεριαλιστών και με διάφορες διασταυρώσεις. Αντιθέσεις και αντιφάσεις που οδηγούν ή μπορούν να οδηγήσουν και αυτές σε ανακατατάξεις και αναστατώσεις στα πλαίσια του αστικού συστήματος διακυβέρνησης. Δεν σημαίνει ότι, επειδή η Ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο ή υπό ξένη στρατιωτική κατοχή, οι σχέσεις ντόπιων αστών και ντόπιου κεφαλαίου είναι αρμονικές με τον ιμπεριαλισμό, όταν αυτός επεμβαίνει με όλα τα μέσα στη χώρα μας, και με το ξένο κεφάλαιο που έχει την οπτική να μετατρέψει τη χώρα σε νεκροταφείο.
Το ότι η εξάρτηση επέτρεψε μια «ανάπτυξη» του καπιταλισμού στην Ελλάδα και οδήγησε με τους γνωστούς τρόπους στην «ισχυρή» Ελλάδα του Σημίτη, δεν σημαίνει ότι στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε όλες τις δραματικές συνέπειες που θα φορτωθεί προοπτικά η χώρα και ο λαός. Ούτε να ξεχνάμε ότι θα τις φορτωθεί σαν βαρίδια η όποια επαναστατική προσπάθεια με κορμό την εργατική τάξη.
Το ότι βιώνουμε μια τρομακτική όξυνση όλων των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού δεν υπάρχει θέμα. Το ότι η πολιτική ήττας, υποχώρησης και εγκατάλειψης του λαού που ακολουθούσε και ακολουθεί η Αριστερά «μας» δεν οδηγεί σε λύση των αντιθέσεων αυτών υπέρ του λαού και σε βάρος των εχθρών του λαού, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ευκαιριακά.
Είτε συνεχίσουμε και μπούμε στη συζήτηση περί κύριας και βασικής αντίθεσης είτε μείνουμε σ’ αυτά που έχουμε, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι την πρωτοβουλία για την όξυνση όλων αυτών των αντιθέσεων την έχει κατά βάση το σύστημα. Γι αυτό και με την όξυνση αυτή μέχρι στιγμής βγαίνουν νικητές οι άλλοι πόλοι των αντιθέσεων και όχι ο λαός και η εργατική τάξη.
Αναγνωρίζουμε, λοιπόν, την ύπαρξη πατρίδας και το απαραβίαστο των συνόρων, αλλά δεν οικοδομούμε πατριωτικό κίνημα. Αναγνωρίζουμε και προσβλέπουμε σε μια Ελλάδα ανεξάρτητη, αλλά δεν οικοδομούμε εθνικοανεξαρτησιακό κίνημα. Ανάλογα παλεύουμε και διακηρύσσουμε την ειρήνη και την εναντίωσή μας στον πόλεμο. Δεν οικοδομούμε πασιφιστικό κίνημα, δεν μπερδευόμαστε για το ποιος τροφοδοτεί τους πολέμους, τη βία. Και θα κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας να ξεσηκωθεί ο λαός υπέρ της ειρήνης και κατά του πολέμου. Και θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας ώστε μέσα σ’ αυτή την πάλη και όσο είναι ζωντανή να οικοδομηθεί μια κομμουνιστική ταξική αντίληψη. Αν θέλουμε να περάσει το κίνημά μας σε άλλη φάση, πρέπει να οχυρωθεί όχι μόνο απέναντι στον κύριο εχθρό που είναι από τα δεξιά, αλλά να κοιτάζεται που και που στον καθρέφτη μήπως και περνάει «αριστερίστικες» ιώσεις.
Αν μας έχουν πιάσει «τέτοιες» ευαισθησίες και απεμπολούμε συνθήματα όπως αυτά που αναφέρομαι, τότε γιατί δεν το επεκτείνουμε και στην άλλη αντίθεση. Αφού αυτά τα συνθήματα νοθεύουν τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, συσκοτίζουν και αμβλύνουν την αντίθεση ιμπεριαλισμού-λαού τότε να κρατήσουμε αποστάσεις και από τα συνθήματα για αντίσταση, για ψωμί, δουλειά, για αυξήσεις, για συνδικαλιστικές ελευθερίες, που -με ανάλογο σκεπτικό- δεν συνιστούν αντικαπιταλιστικό αγώνα, αλλά ωραιοποίηση του συστήματος και συντεχνιασμό.
Ας το προχωρήσουμε και ας κρατήσουμε αποστάσεις από την υπεράσπιση στοιχειωδών δικαιωμάτων αστικής δημοκρατίας. Δεν το κάνουμε, όμως, και δεν θα το κάνουμε γιατί έχουμε αποκτήσει εμπιστοσύνη στις θέσεις μας και δεν επηρεαζόμαστε από τις δεξιές αλλά ούτε από τις «αριστερίστικες» πιέσεις που η μια τροφοδοτεί την άλλη.
Σε εποχές σαν τη σημερινή κανένας κομμουνιστής και κανένας αριστερός δεν πρέπει να είναι «μαζεμένος» και «φοβισμένος» μήπως και κατηγορηθεί. Ποιο κομμάτι του λαού θα μας στρέψει την πλάτη αν μας δει να παλεύουμε έμπρακτα για την ειρήνη, αν μας αναγνωρίσει ως δυνάμεις που υπερασπίζονται τη χώρα, τον πλούτο, το λαό από την ιμπεριαλιστική κτηνωδία και την καπιταλιστική απληστία; Ποιο κομμάτι λαού θα μας κοιτάξει καχύποπτα επειδή πρωτοστατήσαμε στον αγώνα για Δημοκρατία, για δικαιώματα και ελευθερίες; Όχι, τέτοια κόμπλεξ και τέτοιες αναστολές δεν μας χρειάζονται. Οφείλουμε να τα βάλουμε στην άκρη και να κινηθούμε με γνώμονα τις ανάγκες του λαού και του κινήματος.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να δούμε τη συσχέτιση, την αλληλοεπίδραση των δύο αντιθέσεων που αναφέραμε, θα διαπιστώσουμε ότι η λύση και των δύο αυτών αντιθέσεων βρίσκεται, πρώτα και κύρια, στην αρμοδιότητα της εργατικής τάξης (υπό τις γνωστές προϋποθέσεις). Δεν θεωρούμε ότι η λύση της αντίθεσης ιμπεριαλισμός-λαοί προς όφελος του δεύτερου είναι αρμοδιότητα άλλων κοινωνικών στρωμάτων στα οποία η εργατική τάξη οφείλει να υποταχτεί ή να ακολουθήσει. Όχι γιατί δεν εμπλέκονται τέτοια στρώματα σ’ αυτή την αντίθεση (ίσα-ίσα), αλλά γιατί τα άλλα κοινωνικά στρώματα (αγρότες, μεσαία στρώματα) στέκονται απέναντι σ’ αυτήν την αντίθεση με θολό και συγκεχυμένο τρόπο.
Επιμένουμε ότι στη διαδρομή της εξέλιξης της ταξικής και λαϊκής πάλης, η λύση της αντίθεσης ιμπεριαλισμού-λαών «προηγείται» της λύσης της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία, αλλά με αρκετές διαφοροποιήσεις από ό,τι την δεκαετία ’50-60 αλλά και πιο μετά. Και με αρκετά πλέον σημάδια σύμπλευσης της μιας με την άλλη.
Μ’ αυτή την έννοια παραμένουμε ότι η πρώτη είναι η κύρια και η δεύτερη η βασική, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να αφήσουμε αρκετά ζητήματα «ανοιχτά» μιας και, όπως εξελίσσεται η επίθεση, πολλά δεδομένα θα διαφοροποιηθούν στην πορεία.

Σύντροφοι,
Ζούμε μια εποχή φανερού πισωγυρίσματος, ανεξάρτητα των δεδομένων της, όλο και πιο διευρυνόμενης, αντίστασης των λαών στην επίθεση.
Το κύριο χαρακτηριστικό που συνιστά το πισωγύρισμα είναι ότι όλα τα δικαιώματα έχουν τεθεί σε αμφισβήτηση, ενώ πολλά ήδη έχουν καταργηθεί και οι συνθήκες δείχνουν ότι αυτή η πορεία δεν είναι εύκολα αντιστρέψιμη. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η πορεία μετράει ήδη δεκαετίες με αποτέλεσμα οι νέες γενιές εργαζομένων και οι υποψήφιοι άνεργοι βγαίνουν στη ζωή και την παραγωγή με όλο και μειωμένη τη συλλογική μνήμη και συνείδηση.
Το σώμα απόψεων και η εμπειρία των αντιστάσεων που έχουν σωρεύσει, αν λάβουμε υπόψη και τη συνεχιζόμενη διαστρέβλωση της ιστορίας του εργατικού, λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος αλλά και τη γενικευμένη κυριαρχία των αστικών και παρα-αστικών αντιλήψεων, δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει εύκολα αυτόν τον κόσμο στην οργάνωση, στην αντίσταση, στην πάλη.
Το σώμα αυτών των απόψεων υπονομεύει τη δυνατότητα συγκρότησης αυτού του κόσμου σαν δύναμη κρούσης της επανάστασης και της σύγκρουσης και τους καθιστά ευάλωτους στην επίθεση. Αυτό το «ντιλίτ» που επιχειρείται να γίνει στη συλλογική μνήμη φέρνει εμάς, όλους όσους θέλουμε να συμβάλουμε στη χάραξη γραμμής και κατεύθυνσης έτσι ώστε να αντιστραφεί αυτή η πορεία, να αισθανόμαστε ότι είμαστε «στην αρχή». Αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε ακόμα στο ξεκίνημα της πορείας για τη συγκρότηση της εργατικής τάξης και στο πώς θα την βοηθήσουμε να προχωρήσει. Μας βγάζει μπροστά πολλά καθήκοντα στο να τη μελετήσουμε, να την «εντοπίσουμε» μέσα στην πολυδιάσπασή της, με τις ενεργές στο εσωτερικό της αντιφάσεις και αντιθέσεις, και να συμβάλουμε στην ενότητά της. Και στη βάση των άμεσων καθηκόντων αρχικά αλλά και προοπτικά.
Με ποια γενική γραμμή πηγαίνουμε, με ποιους γενικούς και ειδικούς στόχους; Πού επικεντρώνουμε από άποψη ζύμωσης και προπαγάνδας; Το ζήτημα της οργάνωσης, της συγκρότησης της εργατικής τάξης και του ταξικού της κινήματος (συμπεριλαμβανομένου και του μεγάλου ζητήματος των μεταναστών) δεν είναι τόσο ζήτημα οργανωτικό. Έχει κι αυτή την πλευρά, αλλά κυρίαρχα είναι πολιτικό και, γιατί όχι, στρατηγικού χαρακτήρα.
Γι’ αυτό και όταν αναφερόμαστε στο κεφάλαιο αυτό, συμπεριλαμβάνουμε -και σωστά- το κεφαλαιώδες ζήτημα της οργάνωσής της σε ανώτερο επίπεδο. Η υποχώρηση, η διάσπαση, η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης αφορά σε όλα τα επίπεδα. Στη φάση που βρισκόμαστε και έχοντας απορρίψει τις ανοησίες περί «αντεπίθεσης» κ.λπ., το πεδίο που πιστεύουμε ότι πρέπει να δοκιμαστούν αυτά που αναφέρουμε είναι το πεδίο της αντίστασης. Η δοκιμασία για τους εργαζόμενους, για τις πολιτικές δυνάμεις, για τη συνδικαλιστική και πρωτοβάθμια συγκρότησή της, θα είναι εκ των πραγμάτων σκληρή στο πεδίο της αντίστασης που αναφέραμε. Γιατί -εκτός των άλλων- θα μας «υποχρεώσει» να αλλάξουμε πολλά και σε πολλά, έτσι ώστε από οργάνωση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προφίλ να γίνουμε αγωνιστές που θα είμαστε «ένα» με τους καταπιεσμένους και τους φτωχούς αυτής της κοινωνίας. Αγωνιστές που θα πρέπει να πρωτοστατήσουμε και να «θυσιάσουμε» αρκετά πέρα από τη βολή μας.
Το ότι όμως δεν αισθανόμαστε ακόμα «έτοιμοι» δεν σημαίνει ότι το καθήκον (με όλες του τις πλευρές) παραπέμπεται. «Ξεκινώντας», λοιπόν, θα λέγαμε ότι έχουμε την ανάγκη να εξειδικεύσουμε και να αναδείξουμε τους στόχους, τα συνθήματα πιο συγκεκριμένα πάνω στη γραμμή της αντίστασης.
Όπως έχουμε δει, μια σειρά κομμάτια της Αριστεράς (ΚΚΕ και αρκετοί εξωκοινοβουλευτικοί) στα προγράμματά τους, εκεί που μας κριτίκαραν για ατολμία, συντήρηση και άμυνα, τώρα με βάση τις τελευταίες εξελίξεις και τις απανωτές επιτυχίες του συστήματος να περνάει μέτρα και μνημόνια, έχουν καταλήξει από την απογείωση της «αντεπίθεσης» στην ανώμαλη προσγείωση που εκφράζεται στον μεταξύ τους συναγωνισμό στο ποιος θα κατεβάσει πιο πολύ τον πήχη των απαιτήσεων. Όλοι, από ΚΚΕ μέχρι ΣΥΡΙΖΑ και εξωκοινοβουλευτικοί, ζητούν, «διεκδικούν» να «γυρίσουν» μισθοί, εργασιακές σχέσεις, δικαιώματα, νομοθεσίες σε κάποια χρόνια πίσω που αυθαίρετα ορίζουν σαν «ορόσημο». Όταν βέβαια «θυμηθούμε» τη δράση τους και τη συνθηματολογία τους, τη χρονιά ή τα χρόνια που αναφέραμε (2008, 2004 κ.λπ.) ήταν άκρως βερμπαλιστική, απογειωμένη και συνδυασμένη με μια πρακτική εντελώς αντίθετη.
Το ότι ζούμε την εποχή του πισωγυρίσματος και, όπως χαρακτηριστικά έχουμε αναφέρει, της επιστροφής στο Μεσαίωνα, δεν σημαίνει ότι μια αγωνιστική, ταξική γραμμή αντίστασης ξεπέφτει στο να «διαπραγματεύεται» το πόσο πίσω και πού πίσω, νοσταλγώντας είτε την Παπανδρεϊκή εποχή είτε της Μεταπολίτευσης.(3)    Με την ίδια έννοια που, όταν διακηρύττουμε την αντίθεσή μας και την αντίστασή μας με αφορμή τη συνεχή υποβάθμιση των υπηρεσιών του κράτους προς τον πολίτη, υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα στη μόρφωση, την Υγεία, την Παιδεία κ.λπ. Δεν αποενοχοποιούμε την προ μνημονίων παιδεία, υγεία, το κράτος, ούτε ξεχνάμε τον ταξικό χαρακτήρα τους και τον προορισμό τους στην αναπαραγωγή της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας.
Συνεπώς, η γραμμή που εμείς επεξεργαζόμαστε σαν γραμμή αντίστασης δεν είναι μια στάση αποδοχής των σημερινών συσχετισμών. Σαφώς και μας απασχολεί η μη χειροτέρευση αυτών των συσχετισμών, αλλά αυτό που ουσιαστικά στοχεύουμε και μέσα από τη γραμμή της αντίστασης είναι η ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση των συσχετισμών υπέρ των εργαζομένων, του λαού, της εργατικής τάξης. Αυτό που στοχεύουμε σ’ αυτήν τη φάση μέσα από τη γραμμή της αντίστασης είναι μια πρώτη συγκέντρωση δυνάμεων μέσα στους εργαζόμενους, που σαν δυναμικό θα «πιέζει» και θα «σπρώχνει» τις εξελίξεις σε κατεύθυνση ανατροπής των συσχετισμών.
Άλλωστε, η γραμμή της αντίστασης δεν αποκόβεται από τη διεκδίκηση και, τουλάχιστον η δράση μας στην υπηρεσία της αντίστασης, στη διαμόρφωση μορφών αντίστασης, στο ζωντάνεμα των συνδικάτων, στις επιτροπές πόλεων ανέργων, έστω και προπαγανδιστικά, πρέπει να επιμένει για την ανάγκη διεκδίκησης μιας σειράς πραγμάτων, έστω και αν η φαινομενική παντοδυναμία του συστήματος αλλά και η στάση της Αριστεράς «μας» τα κάνουν να φαίνονται «αδύνατα» και «ακατόρθωτα». Η γραμμή της αντίστασης δεν είναι γραμμή ήττας ούτε «διαχείρισης» της υποχώρησης. Η γραμμή της αντίστασης έχει σαν στόχο να αναδεικνύει, μέσα από την ανάπτυξή της και τη δοκιμασία της, αγωνιστές, περήφανους ανθρώπους που κοιτάζουν το μέλλον και αντικρίζουν τον ταξικό εχθρό στα μάτια. Η γραμμή της αντίστασης δεν έχει στόχο να συγκεντρώσει «τους σύγχρονους ζητιάνους», τους «άνεργους που θα επιδοτούνται», τους «απόμαχους που θα τους ελεημονούν». Στις σημαίες της δικιάς μας αντίστασης, είτε δρούμε στα πλαίσια της σπουδάζουσας νεολαίας είτε στα πλαίσια της υπόλοιπης νεολαίας είτε στην επιτροπή ανέργων, θα είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα το σύνθημα ΘΕΛΟΥΜΕ ΔΟΥΛΕΙΑ (ίση αμοιβή για ίση δουλειά χωρίς διακρίσεις φύλου, εθνικότητας κ.λπ.).
Φυσικά και αυτό το σύνθημα που οδηγεί στην πραγματική αμφισβήτηση με τις λιγότερες αυταπάτες για την επίθεση και τις επιλογές τους συστήματος, δεν θα πρέπει από μια άλλη πλευρά να αποτελεί άλλοθι για το σύστημα και την απαλλαγή του από τις «υποχρεώσεις» που πρέπει να έχει απέναντι σ’ όλους εκείνους που τους έχει οδηγήσει στην ανέχεια, στην αναδουλειά, στην εξαθλίωση. Φυσικά, μια γραμμή αντίστασης δεν αδιαφορεί απέναντι στον άνεργο που του αμφισβητούνται και τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα (υγεία, παιδεία, ασφάλιση) επειδή ακριβώς είναι άνεργος αλλά όχι με δική του ευθύνη. Επίσης όμως (και εδώ ανοίγει άλλη συζήτηση) είμαστε κάθετα αντίθετοι με τις κατευθύνσεις της αναρχίας και της αυτονομίας, έτσι όπως εκφράζονται μέσα από «τεμπελιάδες» και με τη λογική να «κάθομαι και να πληρώνουν» (ποιοι αλήθεια θα «πληρώσουν», ποιους και γιατί;).
Και οι ρεφορμιστές, βέβαια, όταν αναγκαστούν να «πολιτικοποιήσουν» τα τελευταίας κοπής «παντοπωλεία» και «κοινωνικά φαρμακεία» και όλη αυτή την επίθεση «φιλανθρωπίας», αναδεικνύουν και αυτοί το ζήτημα της δουλειάς. Με το δικό τους, όμως, τρόπο που οδηγεί -από άλλη πλευρά υποτίθεται- στη συμπίεση μισθών και συντάξεων. Ο «ορθολογισμός» σε όλο του το μεγαλείο! Δουλειά, παραγωγική ανασυγκρότηση και επενδύσεις. Γιατί δεν γίνονται επενδύσεις; Φταίει η κακιά κυβέρνηση, αλλά και η χαμηλή ελκτικότητα της χώρας. Οπότε, ναι μεν επενδύσεις με δουλειά, αλλά η δουλειά, για να γίνουν οι επενδύσεις, πρέπει να είναι κάτι λίγο παραπάνω από δουλεία προς όφελος των επενδυτών. (4)
Η γραμμή της αντίστασης δεν παλεύει για δουλειά που να αμείβεται με ψίχουλα, που να προϋποθέτει εργαζόμενους ανοργάνωτους, έρμαια στις ορέξεις των κεφαλαιοκρατών, χωρίς συλλογικές συμβάσεις, χωρίς υποχρεώσεις του κράτους και χωρίς εισφορές για τους εργοδότες.(5)   Δουλειά που τις απολαβές της δεν θα τις «κουρεύει» η αβάσταχτη φορομπηξία κ.λπ.
Η γραμμή της αντίστασης θέλει δουλειά που να αμείβεται με βάση τις πραγματικές ανάγκες της ζωής, θέλει δουλειά που μαζί της θα διεκδικεί αυξήσεις με βάση τους συσχετισμούς και όχι τις φαεινές του κάθε «επαναστάτη». Που δεν θα περικόπτει τις διεκδικήσεις για αυξήσεις, για αξιοπρεπείς όρους και σχέσεις εργασίας, γιατί έτσι δήθεν προφυλάσσει το δικαίωμά του στη δουλειά, ενώ στην πραγματικότητα το υπονομεύει.
Φυσικά, μια τέτοια γραμμή που πάει τελείως κόντρα όχι μόνο στο κεφάλαιο αλλά και σε μια συνείδηση που έχει δημιουργηθεί μέσα σε δεκαετίες και με τη βούλα της Αριστεράς, είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από πλούσια πολιτική, προπαγανδιστική, αποκαλυπτική δουλειά με μαζώξεις, συσκέψεις, ανοιχτές διαδικασίες, έντυπα, διαδίκτυο κ.λπ. Απαραίτητο, βέβαια, συμπλήρωμα της προώθησης αυτής της γραμμής είναι οι φορείς της (κάθε είδους και επιπέδου). Επίσης, προϋποθέτει να έχουμε ευέλικτη κατεύθυνση μοιράσματος των προσπαθειών μας στους χώρους των εργαζομένων στο δημόσιο, στον ιδιωτικό και στις συνοικίες όπου «συναντιούνται» διάφορα στρώματα εργαζομένων μαζί με άνεργους και μετανάστες. Ευελιξία που έχει να κάνει με μοίρασμα δυνάμεων και όχι τόσο με άποψη ή με υπόκλιση στο αντικειμενικό.
Στο πάγιο ερώτημα πόσο, πώς και αν έχουμε δυνάμεις (και στην οργάνωση, αλλά και στα πλαίσια πρωτοβουλιών κοινής δράσης) για να τις ρίξουμε -με ό,τι αυτό συνεπάγεται- στη μάχη της συγκρότησης των εργαζομένων απ’ τα μέσα στους χώρους δουλειάς ή αν θα πρέπει να «πλαγιοκοπούμε» μέσω συνοικιακής δράσης και παρέμβασης, δεν έχουμε απάντηση «αρχής». Ούτε έχουμε διάθεση να φορτώσουμε με χαρακτηρισμούς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι ζήτημα εκτίμησης, αξιοποίησης δυνατοτήτων. Λαμβάνουμε, βέβαια, υπόψη ότι οι δυνάμεις που «διαθέτουμε» στη συνοικία, ενώ τυπικά επιφορτίζονται με το κύριο καθήκον της προώθησης και της υποστήριξης της γραμμής της αντίστασης και απέναντι στην πολιτική των Δήμων και στην πολιτική της κυβέρνησης, στην πράξη αναγκάζονται να «ξεστρατίσουν» κάτω από διάφορες πιέσεις προς μια δουλειά «ζητημάτων πόλης» την οποία, χωρίς να της δίνουμε τα χαρακτηριστικά και τις προτεραιότητες των εποχών πριν το 2009, δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Είναι, λοιπόν, γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι αυτά που έχουμε να συμβάλουμε αλλά και αυτά που έχουμε να πάρουμε είναι πολύ πιο πλούσια και πολύ ουσιαστικά όταν εκδηλώνονται και προκύπτουν μέσα από τους όποιους χώρους δουλειάς. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε έναν «αμιγή» εργατικό τομέα και μια ουσιαστική σχέση με πλατύτερες σχηματοποιήσεις που θα συγκεντρώσουν ένα πρώτο δυναμικό παρέμβασης και στήριξης όσων συναγωνιστών θα δράσουν μέσα σε χώρους.
Δεν πρέπει να υποτιμάμε σαν οργάνωση του δουλειά στους χώρους τού (μέχρι πότε αλήθεια;) Δημοσίου. Θα συνεχίσουμε και θα αναβαθμίσουμε τη δράση μας σ’ αυτούς τους χώρους (εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.). Θα συνεχίσουμε να παρεμβαίνουμε, θεωρώντας ότι η αντίθεση εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα είναι μια υπαρκτή αντίθεση που, όμως, τη θεωρούμε αντίθεση μέσα στους κόλπους του λαού, ανεξάρτητα από το πόσο την οξύνει η πολιτική του συστήματος για να προετοιμάσει, να οργανώσει, να προχωρήσει τις επιθέσεις του. Και φυσικά αναγνωρίζοντας ότι η αντίθεση αυτή και η απ’ τα σήμερα αντιμετώπισή της θα βρει λύση στα πλαίσια της υλοποίησης μιας γραμμής πάλης που θα ηγεμονεύει η εργατική τάξη. Είναι κι αυτή η προσπάθεια μια -έστω προκαταρκτική- «εξέταση» για το πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε σε μια γραμμή συμμαχιών κοινωνικών στρωμάτων.
Στην οπτική μας οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό είναι, στη δυναμική των πραγμάτων, σύμμαχα στρώματα. Δεν ήταν -ή τουλάχιστον δεν φαίνονταν- έτσι σε άλλες φάσεις εξέλιξης της εξαρτημένης Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, ο καπιταλισμός με την αγριάδα του ευνοεί αντικειμενικά το πλησίασμα αυτών των στρωμάτων. Αυτό που πρέπει, βέβαια, να υποσημειώσουμε είναι ότι στη σχέση-αντίθεση αυτή τα μικροαστικά στρώματα, με δεδομένη την επίθεση του συστήματος δεν μπορούν και δεν πρέπει να παρακολουθούν αδιάφορα τη συμπίεση της εργατικής τάξης. Πολύ δε περισσότερο να έχουν απέναντι στο σύστημα μια παλιότερη συμπεριφορά στηρίγματος του καθεστώτος, με συνέπεια να επιδιώκουν να επωφεληθούν από την αισχρή εκμετάλλευση και σύνθλιψη της εργατικής τάξης, του προλεταριάτου (ανεξαρτήτως εθνότητας).
Συνεπώς, για τη φάση που ξανοίγεται, τα παλιά κοινωνικά συμβόλαια της μεγαλοαστικής τάξης με τα διάφορα μικρά και μεσαία στρώματα της πόλης, για όσο μπορούμε να δούμε μπροστά μας, είναι ανέφικτα. Συνεπώς, τα μικροαστικά στρώματα εξ αντικειμένου δεν έχουν σχεδόν τίποτε να ωφεληθούν από τη μεγαλοαστική τάξη, ενώ θα έχουν συμφέρον (έστω στη δυναμική τους) κοιτάζοντας προς την εργατική τάξη. Αν αυτή η εξέλιξη καθυστερεί, είναι διότι τα υποκειμενικά εμπόδια είναι πολλά, η δύναμη αδράνειας τόσων δεκαετιών μεγάλη, η αίσθηση ότι ο καπιταλιστικός μονόδρομος δεν εγκαταλείπεται ακόμα παγιωμένη. Και το κυριότερο είναι ότι κόμματα, οργανώσεις και αγωνιστές που αναφέρονται στην Αριστερά και που τα βασικά τους ερείσματα βρίσκονται σ’ αυτά τα μικροαστικά στρώματα και επιδιώκουν να τα εκφράσουν πολιτικά, συντηρούν τις αυταπάτες για τη δυνατότητα αυτών των στρωμάτων να επαναδιαπραγματευτούν με το σύστημα παρά να «ακουμπήσουν» στην «πλέμπα» και τους «άξεστους» εργάτες. Βοηθάει βέβαια σ’ αυτή την αρνητική εξέλιξη και η καθυστέρηση της συγκρότησης της εργατικής τάξης.
Εκτιμάμε λοιπόν, και αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί, ότι το ξεδίπλωμα, το στέριωμα του κινήματος αντίστασης της εργατικής τάξης με τα πολιτικά χαρακτηριστικά, όσο και εφόσον ξεδιπλώνονται, θα λειτουργήσει θετικά και για την έκφραση αντίστασης της υπαλληλίας (ιδιωτικού-δημόσιου τομέα) και γενικότερα των μικροαστικών στρωμάτων.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, με ορόσημο τις κινητοποιήσεις του 2000 ενάντια στο ασφαλιστικό και παρά την υποχώρηση των πιο δυναμικών κομματιών εργαζόμενης υπαλληλίας (εκπαιδευτικοί, τράπεζες) άρχισε μια διαδρομή συμπίεσης της υπαλληλίας, που οδήγησε σε σημαντικά ξεσπάσματα τα οποία βιώσαμε τα τρία τέσσερα τελευταία χρόνια. Στα ξεσπάσματα αυτά η συμμετοχή και βαρύτητα των κομματιών εργατικής τάξης και προλεταριάτου ήταν σαφώς υποβαθμισμένη, γεγονός που βοήθησε στην καλλιέργεια αντιθέσεων. Αντιθέσεις που το ΚΚΕ με την πολιτική του όχι μόνο δεν άμβλυνε αλλά όξυνε με την «αριστερίστικη» (στην ουσία δεξιά) πρακτική των αποκομμένων εργατικών κινητοποιήσεων του ΠΑΜΕ (που και σ’ αυτές το στοιχείο της υπαλληλίας και της νεολαίας κυριαρχούσαν).
Πώς, όμως, πρέπει να αντιμετωπίζει η εργατική τάξη τα μικρά και μεσαία στρώματα που συνθλίβονται, που προλεταριοποιούνται; Είναι λίγο-πολύ γνωστή η μαρξιστική αλλά και λενινιστική αντιμετώπιση του ζητήματος έτσι όπως το ενέτασσαν και το ερμήνευαν στα πλαίσια της πρωταρχικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου (εδώ βέβαια περιλαμβάνονται και τα μικροαστικά αγροτικά στρώματα, οι αυτοαπασχολούμενοι κ.λπ.) Καθοριστικός παράγοντας, θέλουμε να πιστεύουμε, σ’ αυτή την «ουδέτερη» αντιμετώπιση της προλεταριοποίησης και εξαθλίωσης, ήταν η όλη πραγματικότητα του τότε καπιταλισμού αλλά και του κράτους που τον υπηρετούσε. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση  που έβλεπε σ’ όλες αυτές τις μάζες που «ξεπατώνονταν» να αυξάνονται οι νεκροθάφτες του καπιταλισμού, έπαιξε και ο επαναστατικός ταξικός προσανατολισμός της ανατροπής του καπιταλισμού που είχε ωριμάσει. Σχηματικά, δηλαδή, το «κέρδος» απ’ όλη αυτή την καταστροφή ήταν πολλαπλασιασμός των στρατιών της προλεταριακής επανάστασης και της άλλης ζωής που υποσχόταν με ρεαλιστικό τρόπο να πραγματώσει. Η ελπίδα, δηλαδή, και η βεβαιότητα των κομμουνιστών της εποχής ότι το τέλος του καπιταλισμού πλησιάζει γοργά δημιουργούσαν σε πλατιά μαζική κοινωνική κλίμακα μια τελείως άλλη «θετική» ψυχολογία αλλά κυρίως πρακτική κοινωνικών συμμαχιών.
Σήμερα, η εργατική τάξη (που αντιμετωπίζει πρώτα και κύρια το «δικό» της πρόβλημα) και το κομμουνιστικό κίνημα (που βιώνει τις «δικές» του αγωνίες ανάπτυξης) πρέπει να διαφοροποιήσουν τη στάση τους και να προτείνουν διευρυμένο κίνημα αντίστασης στην επίθεση, αφού πολλές πλευρές της επίθεσης, έχοντας σα στόχο τη διεύρυνση της σφαίρας δράσης του κεφαλαίου, διαμορφώνουν ένα «νεκροταφείο» δικαιωμάτων που σίγουρα επιβαρύνουν τη θέση και τη βαρύτητα της εργατικής τάξης.
Έχει, λοιπόν, και η εργατική τάξη ανάγκη να μην υποκύψει στις κραυγές για «κηφήνες» και «χαρτογιακάδες», μιας και η επίθεση αποδόμησης των τομέων Υγείας-Παιδείας κ.λπ. δεν στρέφεται μόνο ενάντια στους εργαζόμενους στο Δημόσιο, αλλά και εναντίον της και των παιδιών της σαν τάξη. Έχει κάθε συμφέρον η εργατική τάξη να απλώσει χέρι αλληλεγγύης και στήριξης στα μικροαστικά στρώματα υπαλληλίας, ακριβώς για να διευρύνει το μέτωπο αντίστασης στην επίθεση και τη διάλυση δικαιωμάτων.
Τελευταία, ιδιαίτερα μετά τις πρώτες εκλογές, ένα «καινούριο» πρόβλημα εμφανίστηκε να απασχολεί την Αριστερά (εντός εκτός εισαγωγικών). Καλύτερα θα έλεγα, αγχώνει και τροφοδοτεί περισσότερες συζητήσεις παρά πολιτική δράση και συμπεριφορές. Για μια ακόμη φορά, η ανεπάρκεια, η ηττοπάθεια, η υποχώρηση της Αριστεράς βάζει τη σφραγίδα της στον τρόπο που αντιμετωπίζεται το όλο ζήτημα του φασισμού και της αντιφασιστικής δράσης.
Κατά πρώτον, το όλο θέμα δεν τσουβαλιάζεται σε ένα. Έχει πολλές πλευρές και πολλές προεκτάσεις.
Σε μια από τις πολλές πλευρές είναι το θέμα Χρυσή Αυγή, το οποίο με τη σειρά του έχει υποθεματικές:
1.    Γιατί και πώς φούντωσε μέσα σε μήνες το εκλογικό της ποσοστό;
2.    Γιατί και ποιο έδαφος βρήκε να πατήσει;
3.    Σε συνδυασμό με το σημείο 2, γιατί η αστική «μας» δημοκρατία και τα αστικά πολιτικά κόμματα δημιούργησαν, ευνόησαν κενά που καλύφθηκαν όπως καλύφθηκαν;
4.    Ποιοι και γιατί έχουν συμφέρον (πέραν της ίδιας της Χρυσής Αυγής) να την παρουσιάζουν σαν αντισυστημική δύναμη; Έχουμε ευθύνες και πόσες (εμείς και η υπόλοιπη Αριστερά);
5.    Σε συνδυασμό με το σημείο 4, η ενίσχυση, πριμοδότηση, προβολή της Χ.Α. προχώρησε βάσει σχεδίου αστικών μερίδων και ιμπεριαλιστών ή αποτελεί ένα ακόμα (μέσα στα τόσα πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά) σημάδια αποσταθεροποίησης και αστάθειας που προκάλεσε η κατάρρευση και συντριβή του παλιού πολιτικού σκηνικού;
6.    Σε συνδυασμό και με το σημείο 5, αποτελεί ένα προσωρινό φούσκωμα που έχει όρια (ποια και ποιος τα βάζει;) ή μήπως το μόρφωμα αυτό κατορθώσει (με βοήθειες ποικίλες) να μετατραπεί σε σοβαρό πολιτικό εκφραστή (αυτόνομο από τα λοιπά αστικά κόμματα) μιας ολόκληρης πολιτικής και κοινωνικής φασιστικής κίνησης που έχει πάρει σάρκα και οστά στην ελληνική κοινωνία και απαιτεί ρόλο και βάρος μέχρι και στη διακυβέρνηση του τόπου με όλα τα μέσα;
7     Θα μπούμε, λοιπόν, σε μια δράση που θα επικεντρώνει στο τσάκισμα με όλα τα δυνατά μέσα (και κυρίως στρατιωτικά) της ΧΑ; Και πόσο είναι σίγουρο ότι αυτή η προσπάθεια θα εξουθενώσει την ΧΑ και όχι εμάς τους αντιπάλους της; Και πόσο είναι σίγουρο ότι αυτό το κυνήγι της ΧΑ θα κεντρίσει τα «δημοκρατικά αντανακλαστικά» της αστικής δημοκρατίας ή θα οδηγήσει σε ένα φούντωμα που θα βρίσκει ακροατήρια «για δύο άκρα» που συγκρούονται και που, τελικά, το «ξύλο» θα το τρώει ο δημοκράτης και ο αντιφασίστας;
Όλη αυτή η δράση που προτείνεται θα βοηθήσει να μπουν φυλακή για παραδειγματισμό φασίστες τραμπούκοι ή θα στέλνει φυλακή αντιφασίστες και θα αφήνει τους φασίστες ελεύθερους να αλωνίζουν;
Θα οδηγήσει όλη αυτή η δράση στο να ενεργοποιηθούν νόμοι και θεσμοί που θα προάγουν το αντιφασιστικό φρόνημα ή θα συμβάλουν στην ενίσχυση θεσμών και μέσων φανερής φασιστικής πρόκλησης;
Υπό το πρίσμα των απαιτήσεων, σε ορισμένα απ’ αυτά θα καταλήξουμε ότι όσο ο κουρνιαχτός της όλης αυτής θολούρας και αναστάτωσης που δημιουργήθηκε στο πολιτικό σκηνικό δεν κατακάθεται (και ακόμα δεν έχει κατακάτσει) θα μένει αδιευκρίνιστο και προς στενή παρακολούθηση το μέγα ζήτημα της αναβάθμισης των σχέσεων μερίδων του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού με αυτές τις φασιστικές πολιτικές.
Ωστόσο, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να περιμένουμε. Πρέπει να επικεντρώσουμε στην απομυθοποίηση του όλου «αντισυστημικού» λούστρου, του όλου δήθεν αντιΕΕ προσωπείου που φοράει η ΧΑ. Μια τέτοια προτεινόμενη πολιτική διέξοδος αντιμετώπισης της ΧΑ δίνει τη δυνατότητα να βρει έδαφος να πατήσει η ευρύτερη αντιφασιστική δράση στα πλαίσια του αριστερού αντιιμπεριαλιστικού αντικαπιταλιστικού κινήματος αντίστασης. Περιορίζει τις «αστοχίες» στην αντιμετώπιση της Χ.Α. και την φέρνει (σαν «αντισυστημική» πρόταση) αντιμέτωπη με τους ίδιους τους καταπιεσμένους και εξαθλιωμένους που δήθεν αυτή η «πρόταση» θέλει να υπηρετήσει.
Το πιο σημαντικό θέμα που αντιμετωπίζεται με βάση τα γενικότερα καθήκοντα της περιόδου είναι κατά πόσον οι φασιστικές, ρατσιστικές (και ό,τι άλλο θέλετε) αντιλήψεις έχουν ριζώσει, έχουν φωλιάσει για τα καλά σε τμήματα του λαού, της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των ανέργων κλπ. Το θέμα μας, δηλαδή, είναι κατά πόσο έχουν δηλητηριαστεί και σε ποιο βάθος τα μυαλά των λαϊκών ανθρώπων με τη λογική του μεσσιανισμού, του φασιστικού-δικτατορικού καθεστώτος που «θα μας απαλλάξει από τους διεφθαρμένους πολιτικούς». Πόσο έχουν τσιμπήσει και πόσο μόνιμα οι λαϊκοί άνθρωποι και είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τυχοδιωκτικές εξορμήσεις σε βάρος γειτονικών λαών, σύμπλευσης με ιμπεριαλιστικά σχέδια για να χτυπηθεί ο άλλος ιμπεριαλιστής ή ο άλλος τοπικός ανταγωνιστής;
Πόσο, λοιπόν, η δράση της ΧΑ αναβαθμίζει όλες αυτές τις απόψεις και πρακτικές που είναι, βέβαια, ζώσες στην ελληνική κοινωνία, αλλά δεν ήταν έτοιμες να απαιτήσουν να γίνουν κυρίαρχη πολιτική, να δώσουν το στίγμα τους και το χαρακτήρα στο υπό διαμόρφωση πολιτικό σκηνικό;
Οι απαντήσεις (οριστικές και αμετάκλητες δεν υπάρχουν) ούτε είναι εύκολες, ιδιαίτερα όταν παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστο αν και ποιοι ξένοι παράγοντες (εντός ΕΕ ή πέραν του Ατλαντικού) έχουν τέτοια σχέδια, για το Νότο καταρχάς και την Ευρώπη γενικότερα.
• Θα λέγαμε, λοιπόν, σαν κατεύθυνση να μην προτρέχουμε, να μη βλέπουμε δογματικά και να μην πανικοβαλλόμαστε, να διατηρούμε την πολιτική μας ψυχραιμία, να συνεχίζουμε να διαβάζουμε τις εξελίξεις και να μην μπερδεύουμε κάθε τόσο όλους τους κινδύνους που μας απειλούν σαν λαό αλλά και σαν χώρα. Μέχρι στιγμής, η όλη αυτή δυσμενής εξέλιξη είναι κυρίως μια ακόμη συνέπεια της καπιταλιστικής επέλασης, της υποχώρησης του κινήματος και της  διαμορφούμενης ανάγκης αυτό το σύστημα να γίνει όλο και πιο σκληρό, όλο και πιο σιδερόφραχτο, για να τα βγάλει πέρα με τις μελλούμενες εκρήξεις και εξεγέρσεις. Κυρίως, να τις εμποδίσει να συναντηθούν με την κομμουνιστική προοπτική.
Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν είμαστε σε θέση να κλείσουμε όλα τα ζητήματα. Όμως δεν χωράει καμία καθυστέρηση στο ξεδίπλωμα όλων των κινήσεων και των πρωτοβουλιών και από εμάς αλλά και από όσες «συμμαχικές» δυνάμεις μας προκύπτουν (και βέβαια στα πλαίσια της ΠΑΑΣ) που θα προσανατολίζονται να γεμίσουν τα πολιτικά και οργανωτικά κενά που έχει αφήσει η ήττα του κινήματος και η υποχώρηση της Αριστεράς.
Δεν κλείνουμε τα μάτια, βέβαια, σε έκτακτες ανάγκες και κινήσεις που να επικεντρώνουν στο φασιστικό κίνδυνο και την ΧΑ, αρκεί να δίνουν την ευκαιρία της δράσης και της αποκάλυψης μέσα στις μάζες των χαρακτηριστικών της ΧΑ. Αρκεί να ευνοούν κυρίως την πολιτική μαζική καταδίκη των φασιστικών πρακτικών, λιγοστεύοντας το οξυγόνο και τον αέρα που αναπνέει το φασισταριό.
Σαφέστατα δεν έχουμε καμία αντίρρηση να στηρίξουμε -κατά περίσταση και κατά περίπτωση- αντιφασιστικές επιτροπές και δράσεις που θα πατούν, όμως, σε ένα πλαίσιο εκτιμήσεων και στοχεύσεων που δεν θα είναι απαγορευτικό στη σύνδεση της αντιφασιστικής πάλης με την πάλη ενάντια στην επίθεση και την εξάρτηση. Αυτό, όμως, για να το κάνουμε ξεκάθαρο δεν σημαίνει αυτόματα ότι πρέπει να ρίξουμε τις δυνάμεις μας στη δημιουργία ενός κατεξοχήν αντιφασιστικού μετώπου με εξειδικευμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δράσεις. Και αυτό γιατί δεν θεωρούμε (ακόμη) ότι η ανώτερη βαθμίδα για τη σημερινή φάση  πολιτικοποίησης και συγκέντρωσης δυνάμεων είναι η αποτροπή του φασιστικού κινδύνου.  Αυτό, όμως, ας μην παρεξηγηθεί και φανεί σαν υποτίμηση του φασιστικού κινδύνου. Θα είμαστε παρόντες και ανοιχτοί για οποιαδήποτε περίπτωση πλατιάς αντιφασιστικής δράσης κριθεί σαν τέτοια από το εύρος των δυνάμεων και το βάθος της πρόκλησης.
Είμαστε παρόντες, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις μας, και με διάθεση να πρωτοστατήσουμε, κόντρα σε κρούσματα φασιστικής-ρατσιστικής βίας, χωρίς να μας διαφεύγει η διαρκής ανάγκη μαζικής πολιτικής απεύθυνσης. Γι’ αυτό και πρέπει να οπλιστούμε όχι μόνο με «άλλα» μέσα, αλλά με επιχειρήματα και σθένος να παρεμβαίνουμε και να απομονώνουμε, να ξεμπροστιάζουμε τον φασίστα. Μερικές φορές, το να υπονομεύσεις μέσα σε ένα χώρο τον φασίστα που έχει σηκώσει κεφάλι είναι περισσότερο χρήσιμο από το να τον δείρεις.
Όσον αφορά τα «άλλα» μέσα, το μόνο που μπορούμε να δηλώσουμε δημοσίως είναι ότι μπορούμε και πρέπει να τα έχουμε όταν οι πρωτοβουλίες, οι δικές μας και άλλων αριστερών οργανώσεων, χτυπιούνται από τη φασιστική δράση. Πολύ περισσότερο, όταν μ’ αυτά τα «άλλα» μέσα χρειάζεται να περιφρουρήσουμε επιτροπές, σχήματα νεολαίας, συνελεύσεις εργαζομένων, σωματείων και γενικά ό,τι μπορεί η φασιστική πρακτική να θεωρήσει ότι πρέπει από κοινού με την αστυνομία ή από «μόνη» της να χτυπήσει.
Όσον αφορά το ζήτημα των μεταναστών, δεν το εντάσσουμε κυρίως στην όποια αντιφασιστική δράση, παρ’ όλο που δεν θα αρνηθούμε την έμπρακτή μας καταγγελία ενάντια σε οποιονδήποτε διανοηθεί να τους χτυπήσει και να τους εξαθλιώσει παραπέρα. Το εντάσσουμε στο κεφάλαιο της ενότητας της εργατικής τάξης και από εκεί θα επιχειρήσουμε να το προσεγγίσουμε.(6)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

 (1) Δεν αναφερόμαστε στις δικές μας, ως οργάνωση, προσπάθειες και επιδόσεις. Όσο μας αφορά, έχουμε παρουσιάσει με διάφορες ευκαιρίες μικροαπολογισμούς όπου δεν περιοριστήκαμε στο να παρουσιαζόμαστε «δικαιωμένοι» που η κατεύθυνση της αντίστασης δικαιώνονταν από τις εξελίξεις αλλά κάναμε σημαντική αυτοκριτική για τις αδυναμίες μας. Το «εμείς» αναφέρεται βασικά στα λαϊκά στρώματα, όπου όπως έχουμε εκτιμήσει, τα τρία ιδιαίτερα τελευταία χρόνια αντιστάθηκαν όπως μπορούσαν και όσο τους επέτρεπαν οι υποκειμενικές τους δυνατότητες (μέσα σ’ αυτές τις δυνατότητες συμπεριλαμβάνουμε και την ευρύτερη Αριστερά).
Οπωσδήποτε ο χαρακτήρας, οι δυνατότητες και τα όρια αυτών των αντιστάσεων που βιώσαμε όσο μπορούσαμε από τα μέσα ήταν τέτοιες που δεν έφεραν μεν νίκες αλλά γενικά πιστώθηκαν τη συμβολή του λαού στην αποδιοργάνωση του προηγούμενου πολιτικού σκηνικού.
Την ίδια στιγμή χρεώθηκαν το ότι δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν σε βάθος και ουσία τους συσχετισμούς, δεν συνέβαλαν στην ισχυροποίηση κομμουνιστικών και γνήσια ταξικών απελευθερωτικών δυνάμεων .
Πολλές από τις διαπιστώσεις, εκτιμήσεις και προσανατολισμούς που επιδιώκουμε να κατακτήσουμε και να μετατρέψουμε σε γραμμή και κατεύθυνση έλαβαν πολύ καλά υπόψη όσα βιώσαμε μετά τον Φλεβάρη του 2012 μέχρι σήμερα. Και για να συντομεύω, παραπέμπω σε πολλές από τις εκτιμήσεις και διαπιστώσεις του κειμένου του Βασίλη Σαμαρά «Οι βαθιές ρίζες του οπορτουνισμού» (περιοδικό «Αντίθεση», τεύχος 9, Οκτώβριος 2012, εκδόσεις «Εκτός των τειχών») που, παρά το γεγονός ότι γράφτηκε πολλούς μήνες πριν τις εκλογές, είναι σε γενικές γραμμές μέσα στα πράγματα και ερμηνεύει σωστά μια σειρά φαινόμενα που μεσολάβησαν από τότε.

(2) Αναφερόμαστε στις εκλογές του 2009 σαν ορόσημο που έκλεισε επί της ουσίας μια ολόκληρη προηγούμενη περίοδο και που άνοιξε την περίοδο που ακόμη βιώνουμε και που χαρακτηρίζεται από την όξυνση της επίθεσης και του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστών στη χώρα και στην περιοχή και που σηματοδοτήθηκε από την υποταγή της χώρας στο ΔΝΤ και τον εγκλωβισμό της στα δεσμά του μηχανισμού της ΕΕ.

(3) Για να γίνει αντιληπτό ας φέρουμε στο μυαλό μας το θέμα που μας απασχόλησε π.χ. με τις αυξήσεις στα εισιτήρια. Από τη μια πλευρά οφείλαμε να εναντιωθούμε σε μια ακόμη αύξηση και με βάση αυτή τη στάση να επιδιώξουμε κοινή δράση. Φυσικά απ’ την άλλη δεν έπρεπε να παραιτηθούμε από την προβολή της ζύμωσης μέσα στην κίνηση της θέσης μας που αποδεικνύεται από τα πράγματα όλο και πιο σωστή για δωρεάν συγκοινωνίες και μάλιστα για όλους, χωρίς προϋποθέσεις. Θέση που δεν αρκεί να τη γράφεις σε ένα πλαίσιο ή σε μια προκήρυξη αλλά πρέπει να την υποστηρίζεις, να την δικαιολογείς, μιας και αρκετός κόσμος δεν είναι πεισμένος ότι «υπάρχουν λεφτά» για να στηρίξει το κράτος τις συγκοινωνίες. Μάλλον με την χρόνια επίθεση τον έχουν «πείσει» ότι τέτοιες διεκδικήσεις είναι απαράδεκτες. Όπως θέλουν να τον «πείσουν» ότι δεν θα υπάρχουν λεφτά ούτε για σχολεία, ούτε για υγεία, ούτε για ασφάλιση.
Το πρόβλημά μας είναι οι λιγοστές δυνάμεις αλλά κυρίως η απειρία τους να συνδυάζουν την ανάγκη της αντίστασης με την δυνατότητα να αποκτήσει περιεχόμενο και χαρακτήρα που να μην εγκλωβίζεται στα πλαίσια του ρεφορμισμού και την πίεση του συστήματος. Όχι βέβαια ότι στη φάση αυτή μπορούν να γίνουν «θαύματα» και να έχουμε τόσο μεγάλη βαρύτητα στις κινητοποιήσεις ώστε να τους δώσουμε τον δικό μας χαρακτήρα. Ωστόσο οι εποχές που περνάμε σήμερα είναι τελείως διαφορετικές από το 1993 και το 1996 όταν οι μάζες ακόμα βρίσκονταν στο περιθώριο και σε «ύπνωση». Σήμερα που οι αντιστάσεις εκδηλώνονται πιο συστηματικά, πιο επίμονα, πιο μαζικά, με την «ευθύνη» του συστήματος, πρέπει να σκύψουμε περισσότερο στην πλευρά του πώς αξιοποιούμε τις κινητοποιήσεις για να αφήσουμε εκτός των άλλων και πιο διακριτό το στίγμα μας, πιο φανερή την παρουσία μας που να μας διαφοροποιεί απ’ τον χυλό.

(4) Φαίνεται λοιπόν ότι οι σημαίες της εργατικής μας προσπάθειας θα έχουν το σύνθημα του ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ. Πέραν όμως των άλλων επισημάνσεων σε σχέση με το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτού του συνθήματος και πως εξειδικεύεται θέλουμε να σταθούμε και σε ένα άλλο ζήτημα. Έχει ή δεν έχει λόγο το εργατικό κίνημα, ο λαός κατά προέκταση, στο περιεχόμενο, στο πεδίο δράσης, στη χωροταξική οριοθέτηση των επενδύσεων ή θα ρίχνει πολύ νερό στο κρασί του αφού, έστω και προσωρινά, δημιουργούνται θέσεις εργασίας
Για να το διευρύνουμε σαν ζήτημα ας δούμε και κάποιες «άλλες» επενδύσεις οι οποίες προκαλούν αντιθέσεις ανάμεσα σε τμήματα του λαού, προβληματίζουν την περιοχή και δημιουργούν συγχύσεις ως προς τη στάση που θα πρέπει να έχει το κίνημα.
α) Επενδύσεις για «μεγάλα» έργα αμφίβολης ή υπαρκτής αναγκαιότητας
β) Επενδύσεις σε «ενέργεια» έτσι όπως εξυπηρετεί τους ιμπεριαλιστές το μεγάλο κεφάλαιο και την εξάρτηση της χώρας απ’ την τεχνογνωσία των ιμπεριαλιστών και στα πλαίσια της διασφάλισης πολιτικής επιρροής στη χώρα. Ενέργεια, πετρέλαιο φωτοβολταϊκά, φυσικό αέριο, λιθάνθρακας και γενικότερα όλα αυτά τα πεδία που εμπλέκονται με τον ευρύτερο και ιδιαίτερο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και τους ποικίλους καβγάδες των μεγαλοκαπιταλιστών της Ευρώπης .
γ) Επενδύσεις σε εξορύξεις
δ) Επενδύσεις για τουρισμό
ε) Επενδύσεις για σκουπίδια
στ) Αποεπένδυση, αποβιομηχάνιση
Αν θέλουμε να είμαστε ένα βήμα μπρος στη στάση μας θα πρέπει να θέσουμε ορισμένα κριτήρια που δεν θα ικανοποιούν μόνο το δικαίωμα στη δουλειά αλλά και τις συνθήκες και σχέσεις εργασίας.
Κριτήριο επίσης πρέπει να είναι και η διασφάλιση μιας σειράς πηγών πλουτοπαραγωγικών και ενέργειας από την όρεξη των κορακιών μιας και στον ορίζοντά μας βρίσκεται η προοπτική να αναληφθεί η διαχείριση και η αξιοποίηση των πηγών αυτών από τη λαϊκή-εργατική εξουσία με γνώμονα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού. Με ότι αυτό συνεπάγεται στον σεβασμό της εργασίας, των συνθηκών, του περιβάλλοντος στην εντατική και εκτατική αξιοποίηση αυτών των πηγών.
Μέχρι στιγμής (ακόμα και όταν εκδηλώσαμε μια στάση μη δέσμευσης όπως π.χ. στην εκτροπή του Αχελώου) τα έχουμε θέσει σωστά και οι αντιδράσεις που ευνοήσαμε και στηρίξαμε ήταν σε γενικές γραμμές δικαιολογημένες. Πρέπει βέβαια να βαθύνουμε περισσότερο αυτή μας τη στάση να την εκλαϊκεύσουμε να την κάνουμε κτήμα ενός κόσμου για να πάρουν αυτές οι αντιδράσεις μαζικά χαρακτηριστικά. Ένα πρόβλημά μας είναι ότι στις μάχες αυτές μπαίνουμε κυρίως για να ευνοήσουμε μια συγκέντρωση δυνάμεων και όχι γιατί έχουμε κατά νου ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης για τον καπιταλισμό. Αυτό όμως μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να συνδέουμε αυτούς τους αγώνες, τους στόχους και τα αιτήματα με την προοπτική της άλλης κοινωνίας; Φυσικά εμείς έχουμε κατά νου ότι ορισμένες φορές όταν δρας στο έδαφος του καπιταλισμού υποχρεούσαι να πάρεις θέσεις που όταν πας να τις προσαρμόσεις δογματικά στα πλαίσια της κοινωνίας που θα διαμορφωθεί μετά την κατάληψη της εξουσίας, να φας τα μούτρα σου. Ωστόσο πρέπει όσο είναι δυνατόν να εντάσσουμε τις αντιδράσεις μας σε κατεύθυνση και λογική που να υπηρετούν την εργατική τάξη και το λαό και στην άλλη κοινωνία.
Πρέπει, αν είναι δυνατόν, αυτές τις μάχες που αποτελούν και σημαντικό κομμάτι περιεχομένου της συνοικιακής δουλειάς αλλά και της επαρχιακής να τις αντιλαμβανόμαστε και σαν σχολείο που μας «μαθαίνει» μας «προϊδεάζει» μας «ετοιμάζει» (το μας αναφέρεται στην εργατική τάξη) να αντιμετωπίσουμε ανάλογα ζητήματα που θα τα βρούμε μπροστά μας.
Δεν είμαστε ρεφορμιστές. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν διδασκόμαστε ότι μπορούμε από τον καπιταλισμό. Και φυσικά δεν έχουμε πολλούς τρόπους να «μάθουμε» (αφού τις «συνδιοικήσεις» και τους «ελέγχους» τους έχουμε απορρίψει) παρά μόνο η εμπεριστατωμένη, αιτιολογημένη συμμετοχή στο κίνημα και αξιοποίηση της εμπειρίας της κίνησης των μαζών. Πιθανότατα σε μια επόμενη φάση όταν γίνουμε μια πιο μαζική και γειωμένη οργάνωση να αξιοποιήσουμε και μια σειρά άλλα ερείσματα που θα έχουμε αποκτήσει (δήμοι, κοινοβούλια κ.λπ.) για να αποκτήσουμε γνώση και δυνατότητες που ο καπιταλισμός θέλει να κρατήσει στα στενά πλαίσια της ταξικής κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης.

(5) Μιλώντας λοιπόν για αντίσταση που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια είχαμε τη δυνατότητα κυρίως στο λεκανοπέδιο, αλλά και στην περιφέρεια, να δράσουμε και να έρθουμε σε επαφή και με πιο «αυθεντικές» αντιδράσεις εργατών του ιδιωτικού τομέα που βεβαίως για πολλούς λόγους δεν χρωμάτισαν την αντίσταση των τελευταίων χρόνων. Πιο ειδικά αναφερόμαστε στη Χαλυβουργία που αποτελεί (ανεξαρτήτως κατάληξης) ένα φωτεινό παράδειγμα για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του αγώνα αυτού. Ένας αγώνας που ξεκίνησε και εξελίχθηκε με αιχμή το όλο εργασιακό καθεστώς. Υπάρχουν λοιπόν δυνατότητες για τέτοιους αγώνες και τέτοια αιτήματα. Βέβαια πρέπει να μελετήσουμε ακόμα περισσότερο τις ευθύνες του ΚΚΕ για να βοηθηθούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για την δική μας κατεύθυνση και τις ευθύνες που μπορούμε και πρέπει να αναλάβουμε. Να απαντήσουμε όσο μπορούμε πιο έμπρακτα σε μια άσχημη ατμόσφαιρα που πάει να παγιωθεί ότι όποια αντίσταση και να εκδηλωθεί, είτε προέρχεται απ’ ευθείας από την εργατική τάξη είτε από την ευρύτερη υπαλληλία θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο και αποδοχή της επίθεσης.
Γενικότερα πάντως πρέπει να εξοπλιστούμε με την απαραίτητη αποφασιστικότητα για να προβάλλουμε τη δική μας άποψη ότι η εργατική τάξη, με βάση τη σοσιαλιστική προοπτική και την κομμουνιστική αντίληψη, δεν προορίζεται για να «ελέγχει». Όλο το συνονθύλευμα, ρεφορμιστικό και αναρχοαυτόνομο ξεσηκώνει ολόκληρο θόρυβο γύρω από τον «εργατικό έλεγχο» που δεν είναι τίποτε άλλο από μια παραλλαγή του συνθήματος για καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και μια έμμεση ομολογία ότι όλος αυτός ο χυλός δεν πιστεύει ότι η εργατική τάξη θα μπορούσε να πάρει την εξουσία και τα ηνία ολόκληρης της κοινωνίας στα χέρια της. Έχουνε τώρα και «επιχείρημα» ότι αν γίνει αυτό θα εκφυλιστεί σε κρατισμό, καταπίεση κ.λπ.
Ίδια αφετηρία έχουν και οι «επιθετικές» υποτίθεται διεκδικήσεις που «απαντάνε» στα παραπάνω για να «αναλάβουν» οι εργάτες (δεν εννοούμε βέβαια την επίσχεση εργασίας) την διεύθυνση του εργοστασίου μέσα σε ένα καπιταλιστικό και τόσο σκληρό πλαίσιο. Αυτό που δεν γίνεται καταρχάς αντιληπτό, και δείχνει την υποκρισία αυτής της κατεύθυνσης είναι ότι δικαιολογούν την άρνηση του παρσίματος της εξουσίας ολόκληρης της κοινωνίας στο όνομα αποφυγής του εκφυλισμού, ενώ δεν βλέπουν τα πολύ περισσότερα σημάδια εκφυλισμού όταν η «εργατική εξουσία» εμφανιστεί κατά περίπτωση. Τα μυθεύματα ότι η μια διαδικασία είναι «απ’ τα πάνω» και η άλλη «από τα κάτω», απλώς κρύβουν την πρόθεση όσων τα λένε να απαλλαγούν από τους κομμουνιστές και τίποτε άλλο.
Εδώ λοιπόν, παρεμπιπτόντως, αναδεικνύεται και ένα άλλο καθήκον μας που το έχουμε επισημάνει αλλά δεν το προχωρούμε, σημάδι κι αυτό των μεγάλων καθυστερήσεων που μας διακρίνουν. Το καθήκον της αποτίμησης αλλά και της προβολής των κατακτήσεων αλλά και των αρνητικών της εργατικής τάξης σε συνθήκες σοσιαλισμού.
Ας δούμε με πόση φροντίδα οι γνωστοί αντικομμουνιστές προβάλλουν την Αργεντινή για παράδειγμα ενώ οι κομμουνιστές τους παρακολουθούμε απλώς να δηλητηριάζουν μυαλά και συνειδήσεις. Οπωσδήποτε λοιπόν μια συνεισφορά (όχι βέβαια η κύρια) του εργατικού τομέα της οργάνωσης θα ήταν και η προετοιμασία για να κάνουμε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, για να μην αλωνίζουν όλα τα τροτσκιστικά και αναρχοαυτόνομα ρεύματα.
Για να το πούμε καθαρά, όταν ένα εργοστάσιο, μια επιχείρηση κλείνει, τότε οι εργαζόμενοι έχουν δύο υποχρεώσεις:
α) Να οργανώσουν όσο μπορούν τους αγώνες τους με όποιες μορφές θέλουν για να αποσπάσουν ότι μπορούν περισσότερο (μέσω αποζημιώσεων, επιδομάτων ανεργίας, δωρεάν συγκοινωνίες, δωρεάν περίθαλψη κ.λπ.) από τον συλλογικό καπιταλιστή ή από τον μεμονωμένο που θησαύριζε όλα τα προηγούμενα χρόνια αποσπώντας με χίλιους δύο τρόπους την υπεραξία. Καμία «κατανόηση» προς τους «χρεοκοπημένους» καπιταλιστές ακόμα και όταν είναι μικρότερου μεγέθους και που ζητάνε «κατανόηση». Λες και όταν τα αφεντικά θησαύριζαν μοίραζαν δίκαια τα κέρδη!
β) Να οργανωθούν και να οργανώσουν μαζί με άλλα τμήματα της εργατικής τάξης το κίνημα που θα ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ με όλα τα μέσα ΔΟΥΛΕΙΑ με ανθρώπινους όρους και ανθρώπινες αμοιβές. Το κίνημα που θα συσπειρώνει ΑΝΕΡΓΟΥΣ δεν μπορεί να είναι τελείως αποκομμένο από το υπόλοιπο κίνημα εργαζομένων. Ωστόσο τι είδους οργάνωση θα έχει; Όπως φαίνεται πιο αποτελεσματική θα είναι η τοπικής μορφής οργάνωση αλλά μένει να το δούμε!
Οπωσδήποτε για εμάς πιο στενά αλλά και την ΠΑΑΣ, θα πρέπει να δούμε τη δυνατότητα και το περιεχόμενο των επιτροπών ανέργων, με βάση την εμπειρία από το Περιστέρι, τη Λάρισα και τον Βόλο. Και πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε σε επιφυλακή για να αντιμετωπίσουμε τις αντιθέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους άνεργους. Και αυτό που πρέπει να αναδεικνύεται είναι ότι όταν οι άνεργοι παλεύουν να γίνουν εργαζόμενοι το εμπόδιο σ’ αυτή την προσπάθεια δεν είναι οι άλλοι εργαζόμενοι αλλά το καπιταλιστικό σύστημα και οι επιλογές του.

(6) To ζήτημα των μεταναστών ή των προσφύγων, δηλαδή όλων εκείνων των στρατιών των ανθρώπων που ξεριζώνονται κατά εκατομμύρια από την άγρια πολιτική του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού φυσικά και δεν είναι κάτι που το πρωτοαντιμετωπίζουμε στην εποχή μας. Είχε απασχολήσει ξανά και ξανά το κομμουνιστικό κίνημα και έχουμε διαβάσει αρκετά επ’ αυτού ιδιαίτερα από γραπτά του Λένιν. Το αντιμετώπιζε βέβαια κι αυτό σαν μια από τις συνέπειες της συγκέντρωσης, συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, της επεκτατικής του δράσης και το αντιμετώπιζε κυρίαρχα από ταξική σκοπιά, θεωρώντας κι αυτός αυτές τις μάζες σαν τις μελλοντικές στρατιές της προλεταριακής επανάστασης. Όχι ότι ο Λένιν υποτιμούσε την εθνική πλευρά του ζητήματος, αλλά όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις του τότε, καθόλου δεν απασχολούσε τον Λένιν η πλευρά του να γυρίσουν οι περισσότεροι στις πατρίδες τους και να προσπαθήσουν ν’ αντισταθούν, να παλέψουν με βάση τις εκεί συνθήκες. Στο κάτω-κάτω οι τότε συνθήκες οδηγούσαν τους κομμουνιστές να αντιμετωπίζουν το ζήτημα αυτό στη λογική «όπου γης πατρίς» και «πρόσφεραν» στις μάζες αυτές τη διέξοδο να συνδεθούν με τα «ιθαγενή» τμήματα της εργατικής τάξης και να παλέψουν από κοινού γα την ανατροπή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Η «προσφορά» αυτή πάταγε σε μια σειρά αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα. Πρώτο στο ότι ο τότε καπιταλισμός βρισκόμενος σε μια άλλη φάση ανάπτυξης ήταν ο πρώτος «υπεύθυνος» που μετέτρεπε αυτές τις μάζες σε εχθρούς του δίνοντάς τους δουλειά. Δεύτερον το ταξικό εργατικό κίνημα ήταν από υποκειμενική άποψη πολύ πιο ισχυρό και πολύ πιο ζώσα σε σχέση με σήμερα η προοπτική της άλλης κοινωνίας.
Σήμερα έχουμε ορισμένες σοβαρές διαφοροποιήσεις ιδιαίτερα από υποκειμενική άποψη αλλά και από την άποψη της φάσης του καπιταλισμού. Ουσιαστικά όμως τα καθήκοντα των κομμουνιστών απέναντι σ’ αυτές τις μάζες δεν έχουν αλλάξει. Αυτό που επιδιώκουν είναι αυτά τα τμήματα των ξεσπιτωμένων και των απελπισμένων να σηκώσουν κεφάλι, να αποκτήσουν αξιοπρέπεια και δίψα για ζωή. Και φυσικά αυτή η προοπτική διασφαλίζεται και μέσα από τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και δουλειάς για ΟΛΟΥΣ τους εργαζόμενους, αλλά κυρίως μέσα από τη συμμετοχή τους στην ανασυγκρότηση του ταξικού κινήματος και τη σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο.
Αυτό που δεν γίνεται να επιβληθεί σ’ αυτές τις μάζες, ιδιαίτερα με κρατική αυθαιρεσία, ασυδοσία, τρομοκρατία είναι το τι θα επιλέξουν να κάνουν για να βελτιώσουν τη ζωή τους. Δεν μπορεί το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας να «διατάξει» με βάση δήθεν το πρόγραμμά του, τους μετανάστες να κάνουν το ένα ή το άλλο. Απαραίτητο δικαίωμά τους να ορίζουν οι ίδιοι την τύχη τους και όχι οι ιμπεριαλιστές που τους ξεσπιτώνουν, τα καθεστώτα που τους ξεζουμίζουν και η κρατική εξουσία που τους υποδέχεται. Άρα τα κλειστά σύνορα ή τα «ανοιχτά» σύνορα της Αριστεράς «μας», τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δήθεν περιορίζουν τον ρατσισμό και προωθούν τη φιλοξενία είναι άλλοθι.
Το κομμουνιστικό κίνημα μιας χώρας πρέπει να έχει ανοιχτά αυτιά, να αφουγκράζεται να ακούει και να προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες. Το εργατικό κίνημα που πρέπει να ανασυνταχθεί, να ανασυγκροτηθεί πρέπει να έχει σαν ενεργή πολιτική και μόνιμη την ισότιμη ένταξη ΟΠΟΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ στην πρωτοβάθμια οργάνωση των εργατών ή των ανέργων όπου αυτή προωθείται και στεριώνει Και προφανώς για να «διευκολύνει» αυτή την κατεύθυνση οφείλει να έχει μια μόνιμη και σταθερή διεκδίκηση οτι ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΕΝΕΡΓΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ που βρίσκεται στη χώρα. Και φυσικά έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους εργαζόμενους.
Πιθανόν, λοιπόν, τμήματα μεταναστών να θέλουν να διατηρήσουν εθνικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, κουλτούρα. Αυτό δεν πρέπει καμία κρατική εξουσία να το αρνείται. Τώρα αν αυτό προϋποθέτει και δικές τους ξεχωριστές εργατικές ενώσεις ή θα συνεχίζουν να εντάσσουν την πάλη τους στα ενιαία εργατικά σωματεία, αυτό θα αποφασιστεί από τους κομμουνιστές μετανάστες και με συντροφική από μας αντιμετώπιση.
Φυσικά αν κατά περίπτωση έχουν «δικές τους» εργατικές ενώσεις τότε θα συνδέονται με τις ντόπιες εργατικές ενώσεις σε δευτεροβάθμιο επίπεδο. Επειδή όλα αυτά που συζητάμε έχουν σαν προϋπόθεση να δράσουν χωρίς φόβο και χωρίς αναστολές οι ίδιοι οι πιο πρωτοπόροι μετανάστες, πρέπει άμεσα και βασικά σαν αντικείμενο της ΠΑΑΣ να ξεκινήσουμε σταθερά και χωρίς βιασύνες απόπειρες να συνδεθούμε με τέτοιους κατά περίπτωση. Χρειάζεται δηλαδή ένα τμήμα μεταφραστικό που να επιμελείται προκηρύξεις «υποδοχής» και απεύθυνσης σε διάφορα μεταναστευτικά κομμάτια με αριστερή φρασεολογία. Η προσπάθεια αυτή δεν παίρνει άλλη μετάθεση και θα αποτελέσει τμήμα του ενιαίου εργατικού τομέα της οργάνωσης με πανελλαδική δικτύωση (σε μια επόμενη φάση).
Και αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να βρει συνέχεια αν δεν συνοδεύεται από εξορμήσεις σε περιοχές που βρίσκονται μετανάστες και προσπάθεια πλησιάσματός τους. Είναι επιτακτικό να βρεθεί ένας πρώτος κύκλος αγωνιστών (ανοιχτόμυαλων και όχι θρησκόληπτων) που να μπορεί και να θέλει να σχετίζεται έστω και χαλαρά στην αρχή, μαζί τους.